κάλλος,
το, ουσ.
[<αρχ. κάλλος], το κάλλος. 1. η σωματική ομορφιά: «το σωματικό κάλλος
πρέπει να συνοδεύεται κι από καλλιεργημένο πνεύμα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που
σου ’χα του χεριού μου για κακό του κεφαλιού μου μακριά από τέτοιο κάλλος,
ας καεί και κάνας άλλος). 2. στον πλ. τα κάλλη, τα
γυναικεία θέλγητρα: «στα νιάτα της ήταν ξακουστή για τα κάλλη της || ντύνεται
πάντοτε πολύ ελαφρά για να επιδεικνύει τα κάλλη της». (Λαϊκό τραγούδι: τα
κάλλη της την κάνανε σωστή τσιγγάνας γέννα και τρέλαν’ όλο το
ντουνιά η Μαρία η Μανταλένα). Λέγεται και για άντρα·
- μπρος
στα κάλλη τι ’ν’ ο πόνος, προκειμένου να διατηρήσει την ομορφιά της μια
γυναίκα, δέχεται να υποστεί διάφορες ταλαιπωρίες (όπως αυτά που υποβάλλουν τα
διάφορα ινστιτούτα καλλονής)·
- σκηνές
απείρου κάλλους, λέγεται ειρωνικά για κατάσταση στην οποία επικρατεί μεγάλη
αναστάτωση, μεγάλη φασαρία, ιδίως από τον έντονο διαπληκτισμό ή μάλωμα κάποιων:
«να δεις εσύ σκηνές απείρου κάλλους μέσα στον κινηματογράφο, όταν η γυναίκα του
τον έπιασε αγκαλιά με την γκόμενά του»·
- τα
πάχη μου τα κάλη μου, βλ. λ. πάχη.