καλλιστεία,
τα, ουσ.
[<μτγν. καλλιστεῖα <αρχ. καλλιστεῖον], τα καλλιστεία·
-
είναι για τα καλλιστεία, (για
γυναίκες) πρόκειται για πολύ όμορφη γυναίκα: «έχει μια αδερφή που είναι για τα
καλλιστεία». Από το ότι στα καλλιστεία βραβεύεται η πιο όμορφη και καλλίγραμμη
νεαρή γυναίκα. Ακούγεται και για άντρα.