καλαπόδι,
το, ουσ.
[<μσν. καλαπόδιν <μτγν. καλαπόδιον, υποκορ. του αρχ. καλάπους και
καλόπους (= ξύλινο ποδάρι)], ξύλινο ομοίωμα του κάτω ποδιού, που χρησιμεύει για
την κατασκευή παπουτσιών ή για να δίνει τη σωστή φόρμα στα παπούτσια·
- βρέχει
καλαπόδια, βλ. συνηθέστ. ρίχνει καλαπόδια·
- είναι
(για) να ξερνάς καλαπόδια! ή είναι (για) να ξερνάει κανείς καλαπόδια! α.
είναι πάρα πολύ άσχημος, είναι αποκρουστικός: «ούτε να κάνεις τον κόπο να
τη δεις, γιατί είναι για να ξερνάς καλαπόδια». β. αηδιάζω, σιχαίνομαι
υπερβολικά με αυτό που βλέπω ή που ακούω: «άρχισε ο απατεώνας πάλι τις θεωρίες
του περί τιμιότητας και ήταν για να ξερνάς καλαπόδια! || τον χτυπούσαν δέκα
νοματαίοι, ηλικιωμένο άνθρωπο, κι ήταν η κατάσταση για να ξερνάει κανείς
καλαπόδια!»·
- ρίχνει
καλαπόδια, βρέχει ραγδαία: «όλο τ’ απόγευμα έριχνε καλαπόδια»·
- την
έβαλα στο καλαπόδι, (στη γλώσσα της αργκό για γυναίκα) της επέβαλα τη
σεξουαλική πράξη: «την πήρα στο δωμάτιο και την έβαλα στο καλαπόδι». Στην
περίπτωση αυτή παρομοιάζεται το πέος με το καλαπόδι και το γυναικείο αιδοίο με
το παπούτσι.