καλαμπούρι,
το, ουσ.
[<γαλλ. calembour]. 1α. λογοπαίγνιο, έξυπνο αστείο, οτιδήποτε λέγεται
με έξυπνο τρόπο για να προκαλέσει γέλιο: «ο τάδε λέει πετυχημένα καλαμπούρια». β.
το γέλιο που προκαλείται από τη διήγηση καλαμπουριού: «έγινε μεγάλο καλαμπούρι
μ’ αυτά που μας είπε ο τάδε». 2. χαρακτηρισμός μικροεργαλείου, που δεν
ξέρουμε την ονομασία του ή που, δε θέλουμε να την αναφέρουμε ή που, δεν τη
θυμόμαστε ή, ιδίως, επειδή θέλουμε να κάνουμε εντύπωση: «για δώσε μου εκείνο το
καλαμπούρι να ξελασκάρω αυτή τη βίδα». Συνών. καβουρντιστήρι (6) /
καυλιτζέκι / κολπέτο (2) / μαντζαφλάρι (1) / μαραφέτι (1) / μαρκούτσι (4) / μασπάτι
(2) / νταραβέρι (6) / παπαράκι / παραμύθι (3) / σκατουλάκι (4). 3.
αντικείμενο χωρίς καμιά αξία: «πήγες κι έδωσες τόσα λεφτά γι’ αυτό το
καλαμπούρι!». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άρχισε
πάλι τα καλαμπούρια, λέγεται ειρωνικά για άτομο που συνηθίζει να λέει
παραδοξολογίες ή πράγματα, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, και για το λόγο
αυτό φαίνονται σαν αστεία: «εγώ τον πληροφόρησα πως δεν έχουμε λεφτά να
πληρώσουμε το προσωπικό, κι αυτός άρχισε πάλι τα καλαμπούρια με επεκτάσεις της
εταιρείας και τα παρόμοια»·
- για
καλαμπούρι, όχι στα σοβαρά, αλλά στα αστεία, έτσι χωρίς λόγο, μόνο και μόνο
για να προκληθεί γέλιο, για να γίνει πλάκα: «μη κάθεσαι και στενοχωριέσαι, γιατί,
ό,τι σου ’πα, στο ’πα για καλαμπούρι»·
- είναι
απ’ άλλο καλαμπούρι, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν μπορεί να καταλάβει
αυτά που λέμε ή κάνουμε, ή που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο δικό μας κλίμα ή
περιβάλλον, γιατί είναι μικρόνους ή γιατί, ίσως, ήταν αλλιώς μαθημένο: «ό,τι
και να πούμε, πέρα βρέχει γι’ αυτόν, γιατί είναι απ’ άλλο καλαμπούρι»·
- είναι
σκέτο καλαμπούρι, α. λέγεται θαυμαστικά για άτομο που το
χαρακτηρίζει πηγαίο χιούμορ: «αυτός ο άνθρωπος με κάνει πάντα να γελάω, γιατί
είναι σκέτο καλαμπούρι». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο, που τα λεγόμενά
του δεν έχουν καμιά σοβαρότητα: «πώς να δώσω βάση στα λόγια του, απ’ τη στιγμή
που είναι σκέτο καλαμπούρι ο άνθρωπος;»·
- καλαμπούρι
μου κάνεις; λέγεται στην περίπτωση που δεν μπορούμε να πιστέψουμε αυτό που
μας λέει κάποιος: «έμαθα πως σκοτώθηκε ο τάδε. -Καλαμπούρι μου κάνεις; Πριν από
μια ώρα ήμασταν μαζί». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τώρα·
- κάνω
καλαμπούρι, δε μιλώ σοβαρά, αστειεύομαι: «μην κάνεις καλαμπούρι, γιατί εγώ
μιλώ σοβαρά»·
- κάνω
καλαμπούρια, λέω διάφορα αστεία για να δημιουργήσω χαρούμενη ατμόσφαιρα,
για να διασκεδάσω την παρέα: «μόλις βλέπω την παρέα πεσμένη, αρχίζω να κάνω
καλαμπούρια και φτιάχνει το κέφι μας»·
- λέει
καλαμπούρια, δε λέει σοβαρά πράγματα, λέει πράγματα που δεν μπορούν να
πραγματοποιηθούν: «εγώ τον κάλεσα να δούμε τι λύση θα βρούμε με την αναδουλειά
που υπάρχει, κι αυτός λέει καλαμπούρια!». (Τραγούδι: έστησε το κρεβάτι του
πίσω απ’ την αγορά, κι έλεγε καλαμπούρια στην ταβέρνα, μπαινόβγαινε
κεφάτος στα κουρεία και στα λουτρά, και χάζευε τα ψάρια μες στη στέρνα)·
- το
γυρίζω στο καλαμπούρι, βλ. φρ. το ρίχνω στο καλαμπούρι·
- το
κάνω για καλαμπούρι, βλ. φρ. για καλαμπούρι·
- το
ρίχνω στο καλαμπούρι, αρχίζω
να κάνω ή να λέω αστεία, αστειεύομαι, ιδίως όταν θέλω να απαλύνω τις κακές
εντυπώσεις κάποιου ή κάποιων για κάποια παρατυπία μου: «κάθε φορά που κάνει
καμιά ηλιθιότητα, το ρίχνει στο καλαμπούρι».