καλαμπόκι,
το, ουσ.
[<αλβ. kalambok], το καλαμπόκι·
- δεν
τρώω καλαμπόκι ή δεν τρώμε καλαμπόκι, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος,
δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «μου ’ταζε λαγούς με πετραχήλια για να του
δώσω πεντακόσια χιλιάρικα, αλλά δεν ήξερε πως δεν τρώω καλαμπόκι». Από την
εικόνα του ατόμου που, για να πιάσει μια κότα ή για να την οδηγήσει με
μεγαλύτερη ευκολία στο κοτέτσι της, σκορπάει σε μια απόσταση καλαμπόκι. Ο πλ.
και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω
κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- τρώει
καλαμπόκι, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού
τρώει καλαμπόκι, πώς θέλεις να προκόψει ο φουκαράς!». Για συνών. βλ. φρ. τρώει
κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.