καλαμιά,
η, ουσ.
[<μτγν. καλαμ(ε)ία <κάλαμος], η καλαμιά. 1. κλοτσιά στο κόκαλο της
κνήμης: «αντί να χτυπήσει την μπάλα, μου ’δωσε μια καλαμιά, που με θανάτωσε».
Οι πιο παλιοί ίσως θα θυμούνται το παιδικό λογοπαίγνιο: να σε δώσω μια, να
πας στην καλαμιά, να σε δώσω δυο, να πας στο χωριό, να σε δώσω τρεις, να πας να
παντρευτείς, ενώ οι πιο άτακτοι ομοιοκαταληκτούσαν με το να πας να
γαμηθείς. 2. στον πληθ. οι καλαμιές, συστάδα από αυτά τα
φυτά, αγρός με στάχυα, ιδίως θερισμένα. (Λαϊκό τραγούδι: πίσω από τις καλαμιές
σ’ είδα στον ύπνο μου εχτές)·
- είναι
(μόνος) σαν (την) καλαμιά στον κάμπο, βλ. φρ. έμεινε (μόνος) σαν (την)
καλαμιά στον κάμπο·
- έμεινε
(μόνος) σαν (την) καλαμιά στον κάμπο, έμεινε στη ζωή ολομόναχος και
απροστάτευτος: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, τον χώρισε κι η γυναίκα του κι
έμεινε μόνος σαν την καλαμιά στον κάμπο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν την
καλαμιά στον κάμπο έχω μείνει μοναχός κι είμαι πάντοτε θλιμμένος
όπως ο μαύρος ουρανός).