καλαματιανός,
ο, ουσ.
[<αρσ. του επιθ. καλαματιανός <Καλαμάτα], ο Καλαματιανός· είδος συρτού
χορού·
- δεν
αφήνεις τον καλαματιανό! ειρωνική αλλά και απειλητική έκφραση σε κάποιον να
πάψει να μιλάει με υπεκφυγές και να μιλήσει καθαρά, ντόμπρα: «δεν αφήνεις τον
καλαματιανό, ρε παιδάκι μου, και πες μου καθαρά, τι ακριβώς θέλεις!». Από το
ότι ο καλαματιανός χορός έχει πολλά τσαλίμια και φιγούρες. Συνών. δεν
αφήνεις το τσάμικο! / δεν αφήνεις τον καρσιλαμά(!)·
- θα
τον χορέψω καλαματιανό ή θα τον κάνω να χορέψει καλαματιανό, απειλητική
έκφραση σε κάποιον πως θα τον υποβάλω σε μεγάλη ταλαιπωρία, πως θα τον
ξυλοκοπήσω άγρια: «να του πείτε πως, αν ξαναπειράξει κορίτσια της γειτονιάς
μου, θα τον χορέψω καλαματιανό». Απότο ότι ο καλαματιανός έχει πολλά
τσαλίμια και φιγούρες, πράγμα που κουράζει το χορευτή. Συνών. θα τον χορέψω
καρσιλαμά ή θα τον κάνω να χορέψει καρσιλαμά / θα τον χορέψω σάμπα ή
θα τον κάνω να χορέψει σάμπα / θα τον χορέψω τσάμικο ή θα τον κάνω να
χορέψει τσάμικο / θα τον χορέψω τσάρλεστον ή θα τον κάνω να χορέψει
τσάρλεστον·
- το
ρίχνω στον καλαματιανό, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει τίποτα: «απ’ τη
μέρα που του ’πεσε το λαχείο, το ’ριξε στον καλαματιανό». Από την εικόνα του
χορευτή, που πάνω στο χορό δε νοιάζεται για τίποτα άλλο. Συνών. το ρίχνω στο
τσάμικο / το ρίχνω στον καρσιλαμά·
- τον
χόρεψε καλαματιανό, α. του δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, τον
ταλαιπώρησε έντονα: «μέχρι να του επιστρέψει τα λεφτά που του χρωστούσε, τον
χόρεψε καλαματιανό». β. τον ξυλοκόπησε άγρια: «αφού δεν έπαιρνε με το
καλό, τον άρπαξε στα χέρια του και τον χόρεψε καλαματιανό». Συνών. τον
χόρεψε καλαματιανό / τον χόρεψε σάμπα / τον χόρεψε τσάμικο / τον χόρεψε
τσάρλεστον.