κάλαθος,
ο, ουσ.
[<αρχ. κάλαθος], το καλάθι·
- πετώ
στον κάλαθο των αχρήστων (κάποιον ή κάτι), α. απαλλάσσομαι από κάτι,
που το θεωρώ άχρηστο, χωρίς αξία: «η τηλεόρασή μου είχε συνέχεια προβλήματα,
γι’ αυτό κι εγώ την πέταξα στον κάλαθο των αχρήστων». β. παύω να
ασχολούμαι με κάποιο θέμα, παύω να ενδιαφέρομαι για κάποιον άνθρωπο: «μου
’λεγες πως θα ενδιαφερθείς για το πρόβλημά μου, αλλά το πέταξες στον κάλαθο των
αχρήστων || απ’ τη στιγμή που δεν έλεγε να κόψει την γκρίνια της, την πέταξα
στον κάλαθο των αχρήστων». Από την εικόνα του ατόμου που πετάει στο ειδικό
καλάθι των αχρήστων καθετί που του είναι άχρηστο ή που δεν το ενδιαφέρει· βλ.
και λ. καλάθι.