καλάθι,
το, ουσ. [<μτγν.
καλάθιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κάλαθος], το καλάθι. 1. (για μπάσκετ)
υπερυψωμένο μεταλλικό στεφάνι από όπου πρέπει να περάσει η μπάλα από κάποιον
αντίπαλο παίχτη για να σημειώσει πόντο υπέρ της ομάδας του. 2. ως
επιφών. καλάθια! ειρωνικό επιφώνημα σε κάποιον που στην ερώτησή μας
πώς πας ή πώς τα πας ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα
πράματα, μας απαντάει καλά, ενώ εμείς γνωρίζουμε πως κάθε άλλο παρά
καλά πάνε. Συνών. καλάμια! Υποκορ. καλαθάκι, το. Μεγεθ. καλαθάρα
κ. καλαθούνα, η (βλ. λ.)· βλ. και λ. κάλαθος. (Ακολουθούν 15
φρ.)·
- αδειάζει
το καλάθι της νοικοκυράς, λέγεται στην περίπτωση που μειώνεται η αγοραστική
αξία του ευρώ: «με τη σκληρή οικονομική πολιτική της κυβέρνησης άρχισε ν’
αδειάζει το καλάθι της νοικοκυράς»· βλ. και φρ. το καλάθι της νοικοκυράς·
- βάζω
καλάθι, (για μπασκετμπολίστες) πετυχαίνω να περάσω την μπάλα μέσα από το
υπερυψωμένο μεταλλικό στεφάνι της αντίπαλης ομάδας, σκοράρω: «σε κάθε παιχνίδι
ο τάδε παίχτης βάζει τουλάχιστον δέκα καλάθια»·
- γεμίζει
το καλάθι της νοικοκυράς, λέγεται στην περίπτωση που αυξάνεται η αγοραστική
αξία του ευρώ: «μετά από περίοδο σκληρής οικονομικής πολιτικής άρχισε να
γεμίζει πάλι το καλάθι της νοικοκυράς»· βλ. και φρ. το καλάθι της νοικοκυράς·
- δίποντο
καλάθι, (για μπάσκετ), βλ. λ. δίποντο·
-
καλάθι των αχρήστων, βλ. λ. άχρηστος·
- καλάθια
και πανέρια! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που στην ερώτησή μας πώς πας ή
πώς τα πας ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα, μας
απαντάει καλά, ενώ εμείς γνωρίζουμε πως κάθε άλλο παρά καλά πάνε. Συνών.
καλάμια και παλούκια(!)·
- μου
πήραν τ’ αβγά και τα καλάθια, βλ. λ. αβγό·
- όπου
ακούς πολλά κεράσια, βάστα και μικρό καλάθι ή όπου ακούς πολλά κεράσια,
κράτα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
- στα
καλάθια δε χωρεί και στα κοφίνια περισσεύει ή στο καλάθι δε χωρεί και
στο κοφίνι περισσεύει, α. ειρωνική αμφισβήτηση για κάποιον που μας
αναφέρεται πως είναι καλός: «ο τάδε είναι μια χαρά παιδί. -Στα καλάθια δε χωρεί
και στα κοφίνια περισσεύει». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή
το ειρωνικό πως. β. λέγεται για κάποιον που σε κάθε περίπτωση
μένει ανικανοποίητος, δυσαρεστημένος: «πάλι δεν είναι ευχαριστημένος ο τάδε με
τη μοιρασιά. -Τον βαρέθηκα πια μ’ αυτή την γκρίνια του, γιατί στα καλάθια δε
χωρεί και στα κοφίνια περισσεύει»·
- τι
καλά, καλάθια! απάντηση απογοήτευσης ή δυσφορίας στη δεδομένη σιγουριά του
συνομιλητή μας με το πάμε καλά ε(;). Συνών. τι καλά, καλάμια(!)·
- το
καλάθι της νοικοκυράς, έκφραση που χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς για
το αν πηγαίνει καλά η όχι μια οικονομία, ή για το αν ευημερούν ή όχι οι πολίτες
ενός κράτους, ή για το αν υπάρχει ακρίβεια ή όχι στην αγορά. Από το ότι η νοικοκυρά
είναι αυτή που κατά κύριο λόγο ενδιαφέρεται για τις καθημερινές προμήθειες του
σπιτιού και άρα αυτή ξέρει την αγοραστική δύναμη του μισθού·
- το
πέταξε στο καλάθι των αχρήστων, βλ. λ. άχρηστος·
- τον
πέταξε στο καλάθι των αχρήστων, βλ. λ. άχρηστος·
- τρίποντο
καλάθι, (για μπάσκετ), βλ. λ. τρίποντο·
- χάνω
τ’ αβγά και τα καλάθια, βλ. λ. αβγό.