κακός,
-ή κ. -ιά,
-ό, επίθ. [<αρχ. κακός], κακός. 1. (για πρόσωπα) που κατέχεται
από κακία, ο μοχθηρός, ο επίβουλος, ο ανήθικος: «κακός άνθρωπος». 2. που
είναι ανυπάκουος, άτακτος: «είναι πολύ κακό παιδί». 3. που είναι
κατώτερος σε αξία ή σε ποιότητα: «μην τον εμπιστεύεσαι, γιατί είναι κακός
τεχνίτης». 4. (για πράγματα) που είναι ευτελής, ελαττωματικός: «κακή
κατασκευή». 5. (για καταστάσεις) που είναι επικίνδυνος, δυσμενής,
δυσάρεστος, ενοχλητικός: «κακή συγκυρία». 6. το αρσ. ως ουσ. ο κακός,
ηθοποιός που έχει ειδικότητα να ενσαρκώνει ρόλους κακών ηρώων: «ο Σπύρος
Καλογήρου υπήρξε για ένα διάστημα ο κακός του ελληνικού κινηματογράφου». 7α.
το θηλ. ως ουσ. η κακιά, ηθοποιός που έχει ειδικότητα να ενσαρκώνει
ρόλους κακών ηρωίδων: «η Τασώ Καββαδία υπήρξε η χαρακτηριστική κακιά του θεάτρου
και του ελληνικού κινηματογράφου». β. χαρακτηρίζει τον πούστη: «τι λες,
μουρή κακιά, τόση ώρα και δεν καταλαβαίνω αυτά τα καλιαρντά σου!». γ.
(για ασθένειες) στα παλιότερα χρόνια θεωρούνταν η φυματίωση ή η σύφιλη, ενώ στη
σύγχρονη εποχή ο καρκίνος: «έχει την κακιά, έξω από δω, κι αργοπεθαίνει ο
φουκαράς!». 8α. το ουδ. ως ουσ. το κακό, ό,τι είναι αντίθετο προς
το σωστό, το ηθικό, το θρησκευτικά ή το κοινωνικά παραδεκτό: «το κακό
τιμωρείται». β. ζημιά, βλάβη, φθορά: «πρόσεχε μην πάθεις κανένα κακό,
γιατί πολύ ξανοίγεσαι στη δουλειά σου». γ. ο θόρυβος, η αναταραχή: «να
δεις κακό εσύ στη διαδήλωση, μόλις εμφανίστηκαν τα Μ.Α.Τ.». δ. το
δυστύχημα: «πού έγινε το κακό;». ε. το έγκλημα, η δολοφονία: «πάνω στα
νεύρα του και καθώς είχε το μαχαίρι στο χέρι, δεν άργησε να γίνει το κακό».
(Λαϊκό τραγούδι: ήλιε φονιά πώς άφησες να γίνει το κακό, σκοτώσανε το
σταυραετό και τον αυγερινό, κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο). στ. (για
ασθένειες) βλ. 7γ. 9. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα κακά (βλ. λ.)·
Επίρρ. κακά, α. όχι ευχάριστα, άσχημα: «όλοι πέρασαν κακά σ’ αυτή την
εκδρομή». β. κακώς (βλ. λ.). (Ακολουθούν 265 φρ.)·
- αβάσταχτο
κακό της πεθεράς η γκρίνια, βλ. λ. πεθερά·
- άγγελος
κακών, βλ. λ. άγγελος·
- ακούω
κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- αναγκαίο
κακό, δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση που δεν μπορούμε να αποφύγουμε,
προκειμένου να πετύχουμε κάποιο σκοπό μας: «για να χτίσω το σπίτι, κρίθηκε
αναγκαίο κακό να κόψουν τα περισσότερα δέντρα που υπήρχαν μέσα στο οικόπεδο»·
- αναγκαίο
κακό, είναι υποφερτό, από τη στιγμή που δεν μπορούμε να αποφύγουμε κάποια
δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση προκειμένου να πετύχουμε κάποιο σκοπό μας,
τότε αυτή μας είναι πιο υποφερτή: «έπρεπε ν’ αποχωριστώ το γιο μου, γιατί
έπρεπε να σπουδάσει στο εξωτερικό, αλλά, βλέπεις, αναγκαίο κακό, είναι υποφερτό»·
- ανάθεμά
το το μουνί πόσα κακά που σέρνει, βλ. λ. μουνί·
- άντε
μουρή κακιά! ειρωνικό ή κοροϊδευτικό πείραγμα σε πούστη, που βλέπουμε να
περνάει από μπροστά μας. Συνοδεύεται από ταυτόχρονη χειρονομία με την παλάμη
διπλωμένη προς τα μέσα ή πεταγμένη προς τα έξω, σπάσιμο της μέσης, και είναι
όλη αυτή η κίνηση μια προσπάθεια μίμησης των γυναικείων χειρονομιών·
- απ’
το κακό στο χειρότερο, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς
τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την έννοια πως γενικά η
δουλειά μας, οι υποθέσεις μας ή ζωή μας συνεχώς επιδεινώνεται·
- από
κακή μου σύμπτωση, βλ. λ. σύμπτωση·
- άσε
με στο κακό μου το χάλι ή άσε με στα κακά μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- άσπρα
μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή, βλ. λ. μαλλί·
- άσπρα
μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής, βλ. λ. μαλλί·
-
άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. λ. μαλλί·
- άφρισε
απ’ το κακό του, οργίστηκε πάρα πολύ, έγινε έξω φρενών: «μόλις του
ανακοίνωσαν πως δε θα ’παιρνε το πριμ που του είχαν υποσχεθεί, άφρισε απ’ το
κακό του»·
- βαδίζω
στον κακό δρόμο ή βαδίζω τον κακό δρόμο ή βαδίζω στο δρόμο τον
κακό ή βαδίζω το δρόμο τον κακό, βλ. λ. δρόμος·
- βάζω
το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βγάζω
τη χρυσή απ’ το κακό μου, βλ. λ. χρυσή·
- βγήκε
σε κακό, (γενικά) λέγεται για ενέργεια ή προσπάθεια που είχε αντίθετο
αποτέλεσμα από το αναμενόμενο: «αποθήκευε ο κόσμος τρόφιμα λόγω των
αναμενόμενων αυξήσεων, αλλά η ενέργειά τους αυτή βγήκε σε κακό, γιατί τα πιο
πολλά τρόφιμα χάλασαν»·
- βλέπω
με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- βράζω
απ’ το κακό μου, είμαι πολύ αγανακτισμένος, πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός
εαυτού: «πώς να μη βράζω απ’ το κακό μου μ’ όλες αυτές τις αδικίες που βλέπω να
γίνονται γύρω μου;»·
- βρέθηκε
σε κακή μέρα, (για αθλητικές ομάδες, ιδίως ποδοσφαίρου ή μπάσκετ) βλ. λ. μέρα·
- βρίσκεται
σε κακά χάλια ή βρίσκεται σε κακό χάλι, (για αντικείμενα ή
μηχανήματα), βλ. λ. χάλι·
- βρίσκεται
σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- βρίσκεται
σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι
σε κακά χάλια ή βρίσκομαι σε κακό χάλι, βλ. λ. χάλι·
- βρίσκομαι
σε κακή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- βρίσκομαι
σε κακή μέρα, βλ. λ. μέρα·
- βρίσκομαι
στις κακές μου, βλ. φρ. είμαι στις κακές μου·
- για
κακή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- για
καλό και για κακό, βλ. λ. καλός·
- για
το κακό το μάτι, βλ. λ. μάτι·
- γίνομαι
κακός, αναγκάζομαι να συμπεριφερθώ αυστηρά: «μη γίνεσαι κακός για ένα τόσο
δα λαθάκι που έκανα!»·
- γίνομαι
κακός γιαράς, βλ. λ. γιαράς·
- δε
βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- δεν
είναι κακό, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς κρίνουμε ή πώς μας
φαίνεται κάτι και έχει την έννοια πως είναι ανεκτό, πως είναι κάπως καλό·
- δεν
ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- δεν
υπάρχει κακός λόγος, όταν ξέρεις πώς να τον πεις, κι άσχημο φαγητό, όταν ξέρεις
να το μαγειρέψεις, βλ. λ. ξέρω·
- δίνω
το κακό παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- έβγαλα
κακό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έγινε
μεγάλο κακό, δημιουργήθηκε μεγάλος θόρυβος, μεγάλη αναταραχή, μεγάλη
φασαρία, έγινε άγρια συμπλοκή και υπήρξαν τραυματισμοί, ακόμη και θάνατοι:
«μόλις οι δυο παρέες αρπάχτηκαν στα χέρια, έγινε μεγάλο κακό μέσα στο μαγαζί ||
έγινε μεγάλο κακό στη διαδήλωση και τ’ ασθενοφόρα πήγαιναν κι έρχονταν»·
- έγινε
πολύ κακό για το τίποτα, δημιουργήθηκε μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναταραχή,
χωρίς σπουδαίο λόγο: «κανείς δεν ξέρει γιατί αρπάχτηκαν, πάντως όλοι συμφωνούν
πως έγινε πολύ κακό για το τίποτα»·
- έγινε
πράσινος απ’ το κακό του, βλ. φρ. πρασίνισε απ’ το κακό του·
-
είδα κακό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
-
είμαι σε κακή κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είμαι στις κακές μου, α.
βρίσκομαι σε κακή ψυχολογική κατάσταση, έχω τα νεύρα μου: «όταν είμαι στις
κακές μου, δε θέλω να μ’ ενοχλεί κανένας». β. βρίσκομαι σε κακή
οικονομική κατάσταση: «μη μου ζητάς ούτε ευρώ, γιατί αυτόν το μήνα είμαι στις
κακές μου»·
- είμαι
στο κακό μου το χάλι ή είμαι στα κακά μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- είναι
άνθρωπος κακής πίστης, βλ. λ. πίστη·
- είναι
απ’ τους κακούς ή είναι με τους κακούς, είναι παράνομος, είναι
άνθρωπος του υποκόσμου: «αυτόν πρέπει να τον φοβάσαι, γιατί είναι απ’ τους
κακούς». Πέρασε σε κοινή χρήση από τα αστυνομικά έργα·
- είναι
κακή η κατάσταση, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
κακή η κατάστασή του, βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
κακή (η) μέρα, βλ. λ. μέρα·
- είναι
κακιά αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- είναι
κακιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- είναι
κακιά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι
κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- είναι
κακιά φάρα, βλ. λ. φάρα·
- είναι
κακιά ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- είναι
κακό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- είναι
κακός (ο) καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι
καλός (ο) καιρός, βλ. λ. καιρός·
- είναι
μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- είναι
μόνο φιγούρα και κακό ή είναι όλο(ς) φιγούρα και κακό, βλ. λ. φιγούρα·
- είναι
ο κακός μου δαίμονας, βλ. λ. δαίμονας·
- είναι
όλο(ς) ιδέα και κακό, βλ. λ. ιδέα·
- είναι
σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- είναι
σε κακή κατάσταση, (για αντικείμενα ή μηχανήματα) βλ. λ. κατάσταση·
- είναι
σε κακό χάλι ή είναι σε κακά χάλια, (για αντικείμενα ή μηχανήματα),
βλ. λ. χάλι·
-
είπαν κακά λόγια (κάποιοι για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
-
είχε κακή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε
κακό τέλος, βλ. λ. τέλος·
- ενός
κακού μύρια έπονται, συνήθως, όταν έρχεται μια συμφορά, ακολουθούν και
άλλες πολλές: «πρόσεξε μην χάσεις την ψυχραιμία σου τώρα που έπεσε έξω η
δουλειά σου, γιατί ενός κακού μύρια έπονται»·
- έσκασε
απ’ το κακό του, ένιωσε υπερβολική κακία, υπερβολική ζήλια: «μόλις έμαθε
πως αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έσκασε απ’ το κακό του». (Λαϊκό τραγούδι: δώδεκα
και πέντε και πάω να κρεπάρω κι από το κακό μου θα σκάσω,δεν
μπορώ, άραγε πού να ’ναι να πάω να την πάρω, δώδεκα και πέντε κι ακόμα καρτερώ)·
- έφυγε
κακήν κακώς, βλ. φρ. τον έδιωξαν κακήν κακώς·
-
έχει και τα κακά του, δεν
έχει μόνο προτερήματα, αλλά έχει κα ελαττώματα: «μην ενθουσιάζεσαι τόσο πολύ μ’
αυτόν τον άνθρωπο, γιατί έχει και τα κακά του»·
-
έχει και την κακή πλευρά του ή
έχει και τις κακές πλευρές του ή έχει και την κακή του πλευρά ή έχει
και τις κακές του πλευρές, βλ. λ. πλευρά·
- έχει
κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
-
έχει κακές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει
κακή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει
κακιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει
κακιά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει
κακιά ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
-
έχει κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει
κακό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει
κακό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει
κακό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει
κακό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει
κακό χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- έχει
κακούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει
τα καλά του, έχει και τα κακά του, βλ. λ. καλός·
- έχει
τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- έχει
την κακιά, πάσχει από καρκίνο: «αν και έχει την κακιά, αντιμετωπίζει με
θάρρος την κατάσταση»·
- έχει
τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές
στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχω
κακά προηγούμενα (με κάποιον), βλ. λ. προηγούμενο·
- έχω
κακιά πείρα, βλ. λ. πείρα·
- έχω
τις κακές μου, βλ. φρ. είμαι στις κακές μου·
- έχει
το κακό, βλ. φρ. έχει την κακιά·
- έχω
το κακό μου το χάλι ή έχω τα κακά μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- ζευγαρώνει
ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η
αιτία του κακού, βλ. λ. αιτία·
- η
αρχή του κακού, βλ. λ. αρχή·
- η
κακιά αρρώστια, βλ. συνηθέστ. η κακιά, λ. κακός·
- η
κακιά στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- η
κακιά ώρα, βλ. λ. ώρα·
- η
κούκλα, η μούχλα, η πανούκλα και το κακό συναπάντημα, βλ. λ. κούκλα·
- η
σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα, βλ. λ. σάρα·
- η
φτώχεια είναι κακός σύμβουλος, βλ. λ. φτώχεια·
- ήρθε
με κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- ήταν
ένα κακό όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- ήταν
η κακιά ώρα, βλ. λ. ώρα·
- θα
’χουμε κακά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- θέλω
κακά ή θέλω κακά μου ή θέλω τα κακά μου, (στη γλώσσα των
νηπίων), βλ. λ. κακά·
- θέλω
το κακό του, τον εχθρεύομαι και θέλω να τον βλάψω ή θέλω να του συμβεί κάτι
κακό: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε στον διευθυντή μου, δεν το κρύβω πως θέλω
το κακό του». (Λαϊκό τραγούδι: μάνα μου με σκοτώσανε, δυο μαχαιριές μου
δώσανε αυτοί που με ζηλεύανε και το κακό μου θέλανε)·
- Ιησούς
Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα
κακά σκορπάει ή Ιησούς Χριστός περνά κι όλα τα κακά σκορπά ή Ιησούς
Χριστός περνάει κι όλα τα κακά σκορπάει, βλ. λ. Χριστός·
- … και
κακό, επιτείνει την έννοια του ουσιαστικού που προηγείται και δηλώνει το
πολύ, το υπερβολικό: «γέλια και κακό || φωνές και κακό || αστραπές και κακό ||
αέρας και κακό»·
- και
τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, βλ. λ. δεχούμενα·
- κακά
λόγια, βλ. λ. λόγος·
- κακά
μαντάτα ή κακό μαντάτο, βλ. λ. μαντάτο·
- κακά
σημάδια ή κακό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- κακά
τα ψέματα, βλ. λ. ψέμα·
- κακά
ψυχρά κι ανάποδα, απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα
πας ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα, και έχει την
έννοια πως η δουλειά μας, οι υποθέσεις μας ή η ζωή μας γενικά δεν εξελίσσεται
ομαλά·
- κακή
εξήγηση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. λ. εξήγηση·
- κακή
ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- κακή
πίστη, βλ. λ. πίστη·
- κακή
πράξη, βλ. λ. πράξη·
- κακή
τη πίστει, βλ. λ. πίστη·
- κακιά
λύσσα! ή λύσσα κακιά! βλ. λ. λύσσα·
- κακιά
πάστα, βλ. λ. πάστα·
- κακιά
πληγή, βλ. λ. πληγή·
- κακιά
πουτάνα, βλ. λ. πουτάνα·
- κακιά
φάρα, βλ. λ. φάρα·
- κακιά
ώρα, βλ. λ. ώρα·
- κακό
ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- κακό
ζουλάπι, βλ. λ. ζουλάπι·
- κακό
κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κακό
κορίτσι, βλ. λ. κορίτσι·
- κακό
μάτι, βλ. λ. μάτι·
- κακό
να σου ’ρθει! είδος κατάρας·
- κακό
όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
- κακό
παιδί, βλ. λ. παιδί·
- κακό
παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- κακό
πατσί, βλ. λ. πατσί·
- κακό
ποδαρικό, βλ. λ. ποδαρικό·
- κακό
που μας βρήκε! ή κακό που με βρήκε! έκφραση απελπισίας για αναπάντεχη
ατυχία ή δυστυχία που μας έτυχε. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή
το βρε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- κακό
που τον βρήκε! έκφραση συμπάθειας σε άτομο που του έτυχε αναπάντεχη ατυχία
ή δυστυχία. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το βρε και
άλλες φορές, η φρ. κλείνει με το τον καημένο ή τον κακομοίρη ή το
μαύρο ή το φουκαρά·
- κακό
προηγούμενο, βλ. λ. προηγούμενο·
- κακό
ριζικό, βλ. λ. ριζικό·
- κακό
σκυλί ψόφο δεν έχει, βλ. λ. σκυλί·
- κακό
σπυρί, βλ. λ. σπυρί·
- κακό
σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κακό
συναπάντημα, βλ. λ. συναπάντημα·
- κακό
του κεφαλιού σου! βλ. λ. κεφάλι·
- κακό
χερικό, βλ. λ. χερικό·
- κακό
χρόνο να ’χεις! βλ. λ. κακόχρονο να ’χεις(!)·
- κακό
ψόφο να ’χεις! βλ. λ. κακόψοφο να ’χεις(!)·
- κακός
καιρός, βλ. λ. καιρός·
- κακός
μπελάς που με βρήκε! βλ. λ. μπελάς·
- κακός
πούστης, βλ. λ. πούστης·
- καλά
νιάτα, κακά γεράματα, βλ. λ. γεράματα·
-
καλή ζωή, κακιά διαθήκη, βλ. λ. ζωή·
- κάλλιο
φιδιού γλώσσα να σε φά(ει), παρά γυναικός κακής, βλ. λ. φίδι·
- καλού
κακού, βλ. λ. καλός·
- κάνει
κακή παρέα, βλ. λ. παρέα·
- κάνει
κακό μεθύσι, βλ. λ. μεθύσι·
- κάνει
κακό χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- κάνει
μαμ, κακά και νάνι, βλ. λ. μαμ·
- κάνει
σαν κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- κάνω
κακά ή κάνω κακά μου ή κάνω τα κακά μου, (στη γλώσσα των
νηπίων), βλ. λ. κακά·
- κάνω
κακή αγορά, βλ. λ. αγορά·
- κάνω
κακές σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- κάνω
κακή αρχή, βλ. λ. αρχή·
- κάνω
κακό, α. ενεργώ βλαπτικά, βλάπτω στην υγεία: «το κάπνισμα κάνει
κακό». β. (γενικά) ενεργώ βλαπτικά: «είναι παλιάνθρωπος και θα σου κάνει
κακό». (Λαϊκό τραγούδι: μάγισσες όπως μ’ έλιωσε θέλω κι αυτή να λιώσει και το
κακό που μου ’κανε να τ’ ακριβοπληρώσει)·
- κατά
κακή μου τύχη, βλ. λ. τύχη·
- κάνω
το κακό, ενεργώ βλαπτικά, βλάπτω: «από μικρό οι γονείς μου ’μαθαν να μην
κάνω το κακό σε κανέναν || πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί πάντα θέλει να
κάνει το κακό στους άλλους»·
- κιτρίνισε
απ’ το κακό του, ένιωσε μεγάλη ζήλια: «μόλις έμαθε πως βγήκα πρώτος στις
εξετάσεις, κιτρίνισε απ’ το κακό του»·
- κλάμα
και κακό! βλ. λ. κλάμα·
- λαγός
τη φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του ή λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του
κεφαλιού του, βλ. λ. λαγός·
- λέει
κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέω
κακά λόγια, βλ. λ. λόγος·
- λέω
κακά λόγια (για κάποιον), βλ. λ. λόγος·
- λούσο
και κακό! βλ. λ. λούσο·
- λύσσαξε
απ’ το κακό του, θύμωσε πάρα πολύ και έγινε βίαιος: «μόλις έμαθε πως ο
διευθυντής του ’κοψε την άδεια, λύσσαξε απ’ το κακό του κι άρχισε να σπάει τις
καρέκλες του κυλικείου»·
- μάνιασε
απ’ το κακό του, βλ. φρ. λύσσαξε απ’ το κακό του·
- μάντης
κακών, βλ. λ. μάντης·
- Μάρτης
γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης, βλ. λ. παλουκοκαύτης·
- μαύρισε
απ’ το κακό του, βλ. συνηθέστ. μελάνιασε απ’ το κακό του·
- με
κακή πίστη, βλ. λ. πίστη·
- με
πιάνει το κακό μου, γίνομαι κακός, εκνευρίζομαι και αντιδρώ άσχημα ή άδικα:
«όταν με πιάνει το κακό μου, τους βγάζω την Παναγία»·
- με
το κακό, με άγριο τρόπο: «δε συμμορφώνεται το παιδί με το κακό». (Λαϊκό
τραγούδι: με το καλό δεν πιάνεσαι, με το κακό σε πήρα, με τα μυαλά
που κυβερνάς, πάλι θα μείνεις χήρα)·
- μελάνιασε
απ’ το κακό του, θύμωσε πάρα πολύ, εξοργίστηκε: «μόλις αντιλήφθηκε πως
έλειπαν λεφτά απ’ το ταμείο του, μελάνιασε απ’ το κακό του»·
-
μένει το κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μη,
κακά! βλ. λ. κακά·
- μη,
κακό! βλ. συνηθέστ. μη, κακά(!)·
- μια
του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του κλέφτη,
δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. κλέφτης·
- μια
του φίλου, δυο του φίλου, τρεις και η κακή του μέρα ή μια του φίλου, δυο
του φίλου, τρεις και την κακή του μέρα, βλ. λ. φίλος·
- μικρό
το κακό! βλ. λ. μικρός·
- μου
βγήκε σε κακό, λέγεται για ενέργεια ή προσπάθειά μου που είχε το αντίθετο
αποτέλεσμα από το αναμενόμενο: «είχα την εντύπωση πως θα με αντιμετώπιζε πιο
φιλικά, αν του ’λεγα ποιος έκανε τη ζημιά, αλλά μου βγήκε σε κακό, γιατί με
θεώρησε καρφί»·
- μου
’γινε κακιά πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- μου
’γινε κακός μπελάς, βλ. λ. μπελάς·
- μου
’γινε κακός πούστης, βλ. λ. πούστης·
- μου
’ρχονται κακά, ψυχρά κι ανάποδα, αντιμετωπίζω δυσκολίες, προβλήματα στη
δουλειά μου, στις υποθέσεις μου, και γενικά στη ζωή μου όλα μου έρχονται
εντελώς άσχημα: «μ’ αυτές τις απεργίες και τις καταλήψεις όλα μου ’ρχονται
κακά, ψυχρά κι ανάποδα»·
- να
μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! βλ. λ. μάτι·
- να
μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! βλ. λ. μάτι·
- ο
βλάκας μπορεί να σου κάνει μεγαλύτερο κακό από έναν κακό, βλ. λ. βλάκας·
- ο
δρόμος του κακού, βλ. λ. δρόμος·
- ο
Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει
τέτοιο κακό, βλ. λ. Θεός·
- ο
θυμός είναι κακός δάσκαλος, βλ. λ. θυμός·
- ο
κακός δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- ο
κακός ο χρόνος φεύγει, ο κακός ο γείτονας δε φεύγει, βλ. λ. γείτονας·
- ο
νους του πάει στο κακό ή πάει στο κακό ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο
νους του πετάει στο κακό ή
πετάει στο κακό ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο
νους του τρέχει στο κακό ή τρέχει στο κακό ο νους του, βλ. λ. νους·
- οι
κακές γλώσσες, βλ. λ. γλώσσα·
- όποιος
πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, βλ. λ. μάτι·
- όποιος
τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, βλ. λ. χειμώνας·
- όταν
έρθει το κακό, καρτέρει να ’ρθει κι άλλο, συνήθως μια ατυχία, είναι η αρχή
πολλών άλλων δυσκολιών αφού ενός κακού μύρια έπονται·
- παίρνω
κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό δρόμο ή παίρνω τον κακό το δρόμο ή
παίρνω το δρόμο τον κακό, βλ. λ. δρόμος·
- παράγινε
το κακό, μια δυσάρεστη, ενοχλητική κατάσταση έχει υπερβεί κάθε όριο:
«παράγινε το κακό μ’ αυτή τη μουρμούρα σου». (Λαϊκό τραγούδι: με την γρίνια
που ’χει πέσει το κακό έχει παραγίνει, με το φταις και με το φταίω δεν
μπορεί χωριό να γίνει)·
- πάω
απ’ το κακό στο χειρότερο, η υγεία ή τα οικονομικά μου επιδεινώνονται,
γενικά η εξέλιξη των πραγμάτων στη ζωή μου είναι αρνητική και συνεχώς
επιδεινώνεται: «ό,τι και να μου λένε οι γιατροί, εγώ βλέπω ότι πάω απ’ το κακό
στο χειρότερο || όσες περικοπές κι αν έκανα στα έξοδά μου, συνεχώς πάω απ’ το
κακό στο χειρότερο»·
- περνώ
κακά ή την περνώ κακά, δε ζω ευχάριστα, ταλαιπωρούμαι στη ζωή μου:
«από τη στιγμή που έμπλεξα μ’ αυτή τη γυναίκα, περνώ κακά || έχω μάθει στη ζωή
μου να την περνώ κακά, γι’ αυτό δε μου κάνει πια αίσθηση»·
- πέφτω
σε κακά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- πήγε
από κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- πλάνταξε
απ’ το κακό του, αισθάνθηκε έντονη δυσφορία, έντονη στενοχώρια που
οφειλόταν στην υπερβολική ζήλια που ένιωσε για κάποιον ή για κάτι: «μόλις έμαθε
πως ήταν ερωτευμένη μαζί μου η τάδε, πλάνταξε απ’ το κακό του, γιατί από καιρό
τη λιγουρευόταν || όταν έμαθε για τις επιτυχίες που είχα στη δουλειά μου,
πλάνταξε απ’ το κακό του»·
- πολύ
κακό για το τίποτα, λέγεται για μεγάλη αναταραχή, για μεγάλη αναστάτωση ή
φασαρία χωρίς σπουδαίο λόγο: «αρπάχτηκαν στα χέρια, γιατί νόμισε πως ήθελε να
του φάει τη σειρά. -Πολύ κακό για το τίποτα»·
- πρασίνισε
απ’ το κακό του, ένιωσε μεγάλη κακία, μεγάλη ζήλια, που δεν μπόρεσε να την
κρύψει: «μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο, πρασίνισε απ’ το κακό
του»·
- σιγοβράζει
το κακό, ενεργεί χωρίς να πολυφαίνεται: «επικρατούσε μια συγκρατημένη
ανησυχία, γιατί κάπου υποπτεύονταν πως σιγόβραζε το κακό»·
- σκύλιασε
απ’ το κακό του, εξοργίστηκε μέχρι μανίας: «μόλις έμαθε ποιος ήταν αυτός
που τον κάρφωσε στην αστυνομία, σκύλιασε απ’ το κακό του κι ορκίστηκε να τον
εκδικηθεί»·
- τ’
άνθη του κακού, βλ. λ. άνθος·
- τα
βρομισμένα λάχανα κακή σαλάτα κάνουν, βλ. λ. λάχανο·
- τα
γέλια θα σου βγουν σε κακό ή το γέλιο θα σου βγει σε κακό, βλ. λ. γέλιο·
- τα
πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- την
κακή και την ψυχρή σου μέρα! βλ. λ. μέρα·
- την
κακή σου και την ψυχρή σου! ή την κακή σου, την ψυχρή σου και την
ανάποδή σου! ειρωνική απάντηση σε κάποιον ο οποίος στην ερώτησή μας πώς
πας ή πώς τα πας ή πώς τα περνάς ή πώς πάνε τα πράγματα
μας απαντάει καλά, ενώ εμείς γνωρίζουμε πως κάθε άλλο παρά καλά είναι·
- την
κακή σου (την) ώρα! βλ. λ. ώρα·
- την
κακή του τη μέρα! βλ. λ. μέρα·
- της
κακής κυράς και τα μαλλιά της φταίγουν, βλ. λ. κυρά·
- της
κακιάς ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, βλ. λ. ψωλή·
- της
κακιάς ώρας, βλ. λ. ώρα·
- το
δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, βλ. λ. γνώση·
- το
κακό είναι που… ή το κακό είναι πως… ή το κακό είναι ότι…, δηλώνει
τη δυσαρέσκειά ή τη δυσφορίας μας για κάποια υπόθεση ή κατάσταση: «το κακό
είναι που, ενώ μου χρωστάει ένα κάρο λεφτά, έρχεται συνεχώς και μου ζητάει κι
άλλα || εμείς είμαστε έτοιμοι για την εκδρομή μας, όμως το κακό είναι ότι δε
μας βοηθάει ο καιρός»·
- το
κακό μαντάτο έρχεται τρεχάτο, βλ. λ. μαντάτο·
- το
κακό δεν (ουκ) ουκ ευλογείται, λέγεται με κάποια χαιρέκακη διάθεση στην
περίπτωση που μαθαίνουμε πως κάποιος που μας έβλαψε, έπαθε κι αυτός κάποιο κακό.
Συνών. το άδικο δεν (ουκ) ευλογείται·
- το
παίζουν ο κακός κι ο καλός μπάτσος, βλ. λ. μπάτσος·
- το
’χω για κακό ή το ’χω σε κακό, το θεωρώ κακό οιωνό: «το ’χω σε κακό
να βλέπω το πρωί μαύρη γάτα || το ’χω σε κακό να δίνω δανεικά λεφτά τη στιγμή
που χαρτοπαίζω»·
- το
μυαλό του πάει στο κακό ή πάει στο κακό το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το
πνεύμα του κακού, βλ. λ. πνεύμα·
- το
σπέρμα του κακού, βλ. λ. σπέρμα·
- το
’φερε η κακιά η ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον
βλέπω με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
βρήκα σε κακή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον
βρήκα σε κακή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον
βρήκα στις κακές του, α. τον βρήκα σε κακή ψυχολογική κατάσταση, σε
στιγμή που είχε τα νεύρα του, που ήταν νευριασμένος: «πήγα να πιω ένα καφεδάκι
στο γραφείο του, αλλά, επειδή τον βρήκα στις κακές του έφυγα αμέσως». β.
τον βρήκα σε κακή οικονομική κατάσταση: «πήγα να του ζητήσω δανεικά, αλλά,
μόλις κατάλαβα πως τον βρήκα στις κακές του δεν του είπα τίποτα». (Λαϊκό
τραγούδι: με βρήκες στις κακές μου και μ’ εγκατέλειψες, στις
δύσκολες στιγμές μου πόσο μου έλειψες)·
- τον
έδιωξαν κακήν κακώς, τον έδιωξαν με άσχημο ή με βίαιο τρόπο: «όταν βγήκαν
στο φως οι απάτες του, τον έδιωξαν κακήν κακώς απ’ τη δουλειά»·
- τον
έπιασα με το κακό, βλ. φρ. τον πήρα με το κακό·
- τον
έπιασα με το καλό, τον έπιασα με το κακό, βλ. φρ. καλός·
- τον
κακό μου τον καιρό, βλ. λ. καιρός·
- τον
κακό σου το φλάρο! βλ. λ. φλάρος·
- τον
κακό σου τον καιρό! βλ. λ. καιρός·
- τον
πέτυχα σε κακή στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τον
πέτυχα σε κακή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- τον
πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
πήρα με το κακό, τον αγρίεψα, του συμπεριφέρθηκα άγρια, απότομα: «αφού τον
πήρες με το κακό, καλά έκανε κι έφυγε»·
- τον
πήρα με το καλό, τον πήρα με το κακό, βλ. λ. καλός·
- τόσο
κακό για το τίποτα! βλ. φρ. πολύ κακό για το τίποτα·
- του
κάκου, (από τη γενική του επιθ. κακός με αναβίβαση του τόνου) μάταια,
άσκοπα, στα χαμένα: «τόσες συμβουλές πήγαν του κάκου || του κάκου φώναζα να μ’
ακούσει, αλλά ήταν ήδη πολύ μακριά και δε μ’ άκουγε». (Λαϊκό τραγούδι: όσα
κι αν μου πεις, του κάκου, τα μυαλά μου δε γυρνάς, τράβα, φύγε μακριά
μου, την καρδιά σου μη χαλάς)·
- τρίτωσε
το κακό, λέγεται συνήθως με ανακούφιση, γιατί υπάρχει η αντίληψη πως, αν
επαναληφθεί για τρίτη φορά σε σύντομο χρονικό διάστημα κάποια κακή ή δυσάρεστη
κατάσταση, τότε απαλλασσόμαστε, φεύγει, μας προσπερνάει κάθε άλλη δυσάρεστη
στιγμή·
- τρώγεται
απ’ το κακό του, φθείρεται ψυχικά από την κακία που νιώθει για κάποιον ή
για κάτι: «είναι τόσο κακός άνθρωπος, που, όταν δει κάποιον να προκόβει στη ζωή
του, τρώγεται απ’ το κακό του»·
- τσιρίδα
και κακό! βλ. λ. τσιρίδα·
- φύγε
κακό απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- φωνή
και κακό! βλ. λ. φωνή·
- χτυπώ
το κακό στη ρίζα του, βλ. λ. ρίζα.