κακία,
η, ουσ.
[<αρχ. κακία]. 1. η ιδιότητα του κακού, η διάθεση που έχει κάποιος να
κάνει το κακό στο συνάνθρωπό του: «αυτός ο άνθρωπος είναι γεμάτος κακία || τον
κοίταξε μ’ ένα βλέμμα όλο κακία || υπάρχει αμέτρητη κακία σ’ αυτόν τον κόσμο». 2.
ενέργεια ή λόγος που δηλώνει κακία, η κακεντρέχεια: «είπε ένα σωρό κακίες σε
βάρος σου». (Λαϊκό τραγούδι: μόνο κακία και μοχθηρία μες στη ζωή μας
μένει)·
- αργία
μήτηρ πάσης κακίας, βλ. λ. αργία·
- βαστώ
κακία, βλ. φρ. κρατώ κακία·
- κρατώ
κακία, δε συγχωρώ κάποιον που μου έχει κάνει κακό, μνησικακώ: «κρατάει
κακία με το παραμικρό, γι’ αυτό πρόσεχε πώς θα του συμπεριφερθείς». (Λαϊκό
τραγούδι: αλήτη μ’ είπες μια βραδιά χωρίς καμιά αιτία, μα του αλήτη η καρδιά
δε σου κρατάει κακία)·
- με
την κακία σου έμεινες, έκφραση ικανοποίησης σε άτομο που δε μας βοήθησε να
ξεπεράσουμε μια δυσκολία, που όμως, την ξεπεράσαμε κι έτσι το μόνο που
επαληθεύτηκε από αυτή την υπόθεση ήταν η κακία του: «με την κακία σου έμεινες,
γιατί με βοήθησε ο τάδε και ξεπέρασα το πρόβλημα που είχα»·
- με
την κακία σου θα μείνεις ή με την κακία σου να μείνεις, έκφραση που
δηλώνει πως θα ξεπεράσουμε τη δυσκολία που έχουμε, παρόλο που δε μας βοηθάει το
άτομο από το οποίο ζητάμε να μας βοηθήσει, ή, και αν δε την ξεπεράσουμε, το
μόνο που θα κερδίσει το άτομο αυτό θα είναι η επαλήθευση της κακίας του: «καλά
ρε, μη με βοηθάς, με την κακία σου θα μείνεις»·
- μόνο
η κακία μένει, λαϊκό φιλοσοφικό συμπέρασμα πως τα πάντα μπορεί να ξεχάσει,
να παραβλέψει κάποιος, πως τα πάντα παρέρχονται στη ζωή, εκτός από την κακία:
«αν μπορείς να βοηθάς τους ανθρώπους, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάς πως στη ζωή,
μόνο η κακία μένει». (Λαϊκό τραγούδι: το χρήμα και την εμορφιά ο Χάρος τα
μαραίνει· σ’ αυτόν τον ψεύτικο ντουνιά μόνο η κακία μένει)·
- ο
δρόμος της αρετής και της κακίας, βλ. λ. δρόμος·
- ο
δρόμος της κακίας, βλ. λ. δρόμος·
- του
βαστώ κακία, βλ. φρ. του κρατώ κακία·
- του
κρατώ κακία, είμαι πολύ θυμωμένος, ψυχραμένος μαζί του: «απ’ τη μέρα που με
κατηγόρησε, του κρατώ κακία και δε θα του μιλήσω ποτέ».