καΐλα,
η, ουσ. [ από το
ἐκάη, αόρ. του ρ. καίγομαι + κατάλ. -ίλα]. 1. στομαχική φλόγωση, η
καούρα του στομαχιού: «κάθε φορά που τρώω στα βρομιάρικα, έχω καΐλες στο
στομάχι». 2. έντονη επιθυμία: «το ’χει καΐλα να στήσει κι αυτός ένα
μαγαζάκι». 3. το έντονο ενδιαφέρον, η μεγάλη διάθεση για ενεργό
συμμετοχή σε κάποια κίνηση: «αφού δεν έχουμε ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ μας,
γιατί αυτή η καΐλα για το τι θα κάνω;»·
- άλλη
καΐλα δεν είχα! ή άλλη καΐλα δεν έχω! ή άλλη καΐλα δεν είχαμε! ή
άλλη καΐλα δεν έχουμε! βλ. φρ. άλλη σκορδοκαΐλα δεν είχα! λ. σκορδοκαΐλα·
- κι
είχα μια καΐλα! ή κι έχω μια καΐλα! ή κι είχαμε μια καΐλα! ή κι
έχουμε μια καΐλα! βλ. φρ. κι είχα μια σκορδοκαΐλα! λ. σκορδοκαΐλα·
- μ’
έπιασε μια καΐλα! βλ.
συνηθέστ. μ’ έπιασε μια σκορδοκαΐλα! βλ. λ. σκορδοκαΐλα.