καθωσπρέπει,
επίρρ. [από τη
φρ. καθώς πρέπει], σύμφωνα με τους καθιερωμένους κανόνες εμφάνισης και καλής
συμπεριφοράς, όπως αρμόζει: «ντύνεται πάντα καθώς πρέπει || συμπεριφέρεται
πάντα καθώς πρέπει»·
- άνθρωπος
καθωσπρέπει, βλ. λ. άνθρωπος·
- έγιναν
όλα καθωσπρέπει, όπως άξιζε, όπως έπρεπε να γίνουν, σύμφωνα με τους
καθιερωμένους κανόνες της καλής συμπεριφοράς: «δε θέλω να στενοχωριέσαι
καθόλου, γιατί θα γίνουν όλα καθωσπρέπει || έμεινε πολύ ευχαριστημένος, γιατί
έγιναν όλα καθωσέπρεπε»·
- είναι
καθωσπρέπει, α. (για πρόσωπα) κινείται και συμπεριφέρεται σύμφωνα με
τους καθιερωμένους κανόνες εμφάνισης και καλής συμπεριφοράς, είναι γενικά
αξιοπρεπής, άψογος: «μ’ αρέσει να κάνω παρέα μαζί του, γιατί σ’ όλα του είναι
καθωσπρέπει». (Λαϊκό τραγούδι: σαν πορτοφόλι μάθανε πως έχεις μες την τσέπη,
σε λεν πως είσαι τζέντελμαν, πως είσαι καθώς πρέπει). β. (για
αντικείμενα ή μηχανήματα)) που έχει εντυπωσιακή εμφάνιση, εντυπωσιακή απόδοση:
«αγόρασε ένα κομοδίνο, που είναι καθωσπρέπει || αγόρασε ένα αυτοκίνητο, που
είναι καθωσπρέπει». Πολλές φορές, και στις δυο περιπτώσεις, μετά το είναι ακολουθεί
το πολύ.