καθρέφτης,
ο, ουσ.
[<μσν. καθρέπτης <μτγν. κάθροπτον <αρχ. κάτοπτρον], ο καθρέφτης·
χαρακτηρίζει γυαλιστερή και ολοκάθαρη επιφάνεια: «θέλω να σφουγγαρίσεις τα
πλακάκια και να τα κάνεις καθρέφτη». Τέλος, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, αν
κάποιος σπάσει καθρέφτη, θα έχει ατυχίες, δυσκολίες για εφτά συνεχόμενα χρόνια.
Υποκορ. καθρεφτάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- δε
φταίει ο καθρέφτης για την αλήθεια που δείχνει, ειρωνική ή επιθετική έκφραση
σε κάποιον που επιχειρεί να μετακυλήσει σε άλλον ή άλλους τις δικές του
ευθύνες, αδυναμίες ή μειονεκτήματα που είναι ολοφάνερα: «μην προσπαθείς να
ρίξεις σε άλλον το φταίξιμο, γιατί δε φταίει ο καθρέφτης για την αλήθεια που
δείχνει»·
- δεν
πα(ς) να κοιταχτείς στον καθρέφτη! α. ειρωνική έκφραση σε άσχημο ή
ατημέλητο άτομο, που εκφέρει αρνητική γνώμη σε κάποιον ο οποίος και πιο όμορφος
είναι και πιο προσεγμένο παρουσιαστικό έχει. β. ειρωνική ή απειλητική
έκφραση σε κάποιον που μας ζητάει παράλογα πράγματα χωρίς να το δικαιούται. γ.
ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που λέει απαράδεκτα πράγματα ή τρομερά
ψέματα. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε και κλείνει με το λέω
γω· βλ. και φρ. δεν πα(ς) να κοιταχτείς! λ. κοιτάζομαι·
- είναι
καθρέφτης, α. (για πρόσωπα) ενεργεί πάντα με πλήρη διαφάνεια: «δεν
μπορεί κανείς να του καταλογίσει το παραμικρό, γιατί, όσον καιρό βρισκόταν στις
προμήθειες, ήταν καθρέφτης». β. (για επιφάνειες) που είναι γυαλιστερή
και ολοκάθαρη: «το πάτωμα είναι καθρέφτης»·
- είναι
καθρέφτης η θάλασσα ή η θάλασσα είναι καθρέφτης, βλ. φρ. είναι
λάδι η θάλασσα, λ. λάδι·
- είναι
καθρέφτης ο δρόμος ή ο δρόμος είναι καθρέφτης, βλ. φρ. είναι
τζάμι ο δρόμος, λ. τζάμι·
- κοίτα
τη μάπα σου στον καθρέφτη, επιτείνει την ειρωνική ή επιθετική έκφραση δεν
πα(ς) να κοιταχτείς στον καθρέφτη! Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε
άντε και συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το πρώτα·
- κοίτα
το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, ηπιότερη έκφραση από το κοίτα τη μάπα σου
στον καθρέφτη·
- ο
μαγικός καθρέφτης, ο καθρέφτης των παραμυθιών, που είχε μαγικές ιδιότητες
και στον οποίο μπορούσε να δει ή να μάθει κανείς αυτό που επιθυμούσε:
«καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο; -Η
Χιονάτη»·
- ό,τι
μούτρα δείχνεις στον καθρέφτη, τέτοια κι αυτός σου δείχνει, βλ. λ. μούτρο·
- τα
μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, βλ. λ. μάτι·
- του
φταίει ο καθρέφτης και όχι το πρόσωπο, βλ. φρ. δε φταίει ο καθρέφτης για την αλήθεια που
δείχνει.