κάθομαι,
ρ. [<αρχ.
κάθημαι], κάθομαι. 1. κατοικώ, διαμένω: «κάθομαι στην ανατολική πλευρά
της πόλης || πού κάθεσαι; -Κάθομαι Σποράδων 1 || κάθομαι Μ. Αλεξάνδρου 80».
(Λαϊκό τραγούδι: πες μου λοιπόν πού κάθεται να πάω να τον γνωρίσω,
για το καλό που μου ’κανε να τον ευχαριστήσω). 2. είμαι άνεργος:
«είναι δυο μήνες τώρα που κάθεται κι έχει φάει όλες τις φάμπρικες για να βρει
δουλειά». 3. αδρανώ: «έδερναν τον αδερφό του κι αυτός καθόταν και τους
έβλεπε! || έχουμε τρελαθεί στη δουλειά κι αυτός κάθεται και μας κοιτάζει!». 4.
δεν κάνω τίποτα, δεν απασχολούμαι με κάτι, τεμπελιάζω: «τις Κυριακές κάθομαι
στο σπίτι και το απολαμβάνω». 5. είμαι σε άδεια ή έχω αργία: «θα σε δω
αύριο που κάθομαι, κι έτσι θα τα πούμε με την ησυχία μας». 6. (για
γυναίκες) δέχομαι με ευκολία να υποστώ τη σεξουαλική πράξη: «θα τα ρίξω σε
κείνη τη μικρή, γιατί έχω μάθει ότι κάθεται». 7. στέκομαι: «γιατί
κάθεσαι όρθιος;». (Λαϊκό τραγούδι: κι ένας απένταρος μπεκρής μπροστά στο
ταβερνάκι συλλογισμένος κάθεται στο χαμηλό πορτάκι). 8.
ανέχομαι, δέχομαι: «γιατί κάθεσαι κι ακούς τις βρισιές του καθενός και δεν τους
πλακώνεις στο ξύλο;». 9. (για έδαφος) παθαίνω καθίζηση, υποχωρώ:
«πρόσεχε το δρόμο στη γωνιά, γιατί έχει κάτσει απ’ τις βροχές». 10. στον
αόρ. έκατσε, πέτυχε κάτι: «υπέβαλα όλα τα δικαιολογητικά, χωρίς να
πιστεύω πως θα πάρω τη δουλειά, αλλά έκατσε και την πήρα!». 11. (στη
γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) μου ήρθε ακριβώς το φύλλο που επιθυμούσα: «είχα άσο,
έκατσε κι ένας παπάς κι έκανα εικοσιένα». Πρβλ.: κι αν σου κάτσει; (διαφημιστικό
σλόγκαν του Ο.Π.Α.Π. για το τυχερό παιχνίδι τζόκερ). 12. προστακτ. κάτσε,
άφησέ με στην ησυχία μου, μη με ενοχλείς, φρονίμεψε: «αχ, τι όμορφα
μαλλάκια που έχει το κοριτσάκι μου, τι όμορφα ματάκια, τι… -Κάτσε καλέ, δε
βλέπεις που μαγειρεύω! || άσε τις ανοησίες και κάτσε ν’ ακούσουμε τι λέει»· βλ.
και λ. καθίζω. (Ακολουθούν 165 φρ.)·
- αν…,
εγώ θα κάτσω να με γαμήσεις, βλ. λ. γαμώ·
- αν
κάθεσαι στη θέση σου, κανείς δε σε σηκώνει, βλ. λ. θέση·
- αν
κάτσει (κάτι), αν έρθει ευνοϊκά, αν πετύχει κάτι: «ετοιμάζω μια δουλειά,
που, αν κάτσει, θα τρελαθώ στα λεφτά»·
- άνθρωπος
του κάτσε καλά, βλ. λ. άνθρωπος·
- από
καβάλα σ’ άλογο, κάθισε γαϊδούρι, βλ. λ. γαϊδούρι·
- άσ’
το να κάθεται, λέγεται για αγορά πράγματος, που μπορεί, όταν το αγοράζουμε,
να μη μας είναι απαραίτητο, ενδέχεται όμως κάποτε να μας χρειαστεί: «πάρ’ το
τώρα που το βρήκες σε καλή τιμή κι άσ’ το να κάθεται, πού ξέρεις!»·
- για
κάτσε, α. έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου ή έκφραση με την
οποία θέλουμε να διακόψουμε κάποιον που λέει ανακρίβειες: «για κάτσε, γιατί τα
πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά». (Λαϊκό τραγούδι: πως έχω άλληνε μου
λες, για κάτσε,τ’ είν’ αυτά που λες; μη μου ζαλίζεις το μυαλό
εσένα μόνο αγαπώ). β. έκφραση με την οποία θέλουμε να διακόψουμε
αυτόν που μιλάει, γιατί θέλουμε να προσθέσουμε κι εμείς κάτι σχετικό με αυτό
που λέει ή να προσθέσουμε κι εμείς κάτι που μόλις σκεφτήκαμε ή θυμηθήκαμε: «για
κάτσε, γιατί τώρα που το λες θυμάμαι πως κάπου πήρε το μάτι μου αυτόν τον
άνθρωπο». Μερικές φορές, ακούγεται διπλασιαζόμενο με παράλληλο άπλωμα του
χεριού προς το συνομιλητή μας για να διακόψουμε την ομιλία του·
- δε
θα κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια δεμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε
θα κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια ή δε θα κάθομαι με (τα) χέρια
σταυρωμένα, βλ. λ. χέρι·
- δε
μου κάθεται, α. έχω αναστολές όσον αφορά ορισμένη συμπεριφορά ή
ενέργεια με το συγκεκριμένο τρόπο, γιατί κρίνω πως δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει
με την ψυχοσύνθεση, τη φιλοσοφία ή την κατάστασή μου: «δε μου κάθεται να πάω
μαζί τους στο γλέντι, γιατί πριν από δυο βδομάδες πέθανε ο πατέρας μου || δε
μου κάθεται να μιλήσω άγρια σε γέρο άνθρωπο!». β. (για γυναίκες) δε
δέχεται να της επιβάλω τη σεξουαλική πράξη: «όσο και να την παρακαλώ, δε μου
κάθεται η αφιλότιμη»· βλ. και φρ. δε μου κάθισε·
- δε
μου κάθισε, δεν έγινε έτσι όπως περίμενα ή υπολόγιζα κάτι: «περίμενα πως θα
’παιρνα αυτή τη δουλειά, αλλά δε μου κάθισε»· βλ. και φρ. δε μου κάθεται·
- δεν
κάθεται ήσυχος στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν
κάθεται στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- δεν
κάθεται στιγμή σε ησυχία, βλ. λ. ησυχία·
- δεν
κάθεται στον κώλο του, βλ. λ. κώλος·
- έγινε
και κάτσε καλά ή έγινε το κάτσε καλά, βλ. λ. καλός·
- εδώ
μου κάθεται, βλ. λ. εδώ·
- εδώ
μου κάθισε, βλ. λ. εδώ·
- είδες
φαΐ, κάτσε, είδες ξύλο, φύγε, βλ. λ. φαΐ·
- έκατσε
η βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- έκατσε
η δουλειά ή έκατσαν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- έκατσε
η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
- έκατσε
σαν κότα, βλ. λ. κότα·
- έκατσε
το έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
- έκατσε
το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- έκατσε
το πλοίο, βλ. λ. πλοίο·
- έκατσε
το πουλί, βλ. λ. πουλί·
- εκεί
που καθόμουν…, λέγεται για κάτι που συμβαίνει ξαφνικά και χωρίς να το
περιμένουμε: «εκεί που καθόμουν στην αυλή μου κι απολάμβανα το ουζάκι μου, μου
’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι»·
- έλα
να δεις και μην κάτσεις, βλ. λ. έλα·
- η
χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, βλ. λ. χήρα·
- ήρθε
κι έκατσε, βλ. λ. ήρθα·
- ήρθε
ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και πυρώσ’, βλ. λ.δαδί·
- θα
γίνει και κάτσε καλά, βλ. λ. καλός·
- θα
κάτσω να με γαμήσεις! έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε
αυτά που λέμε σε κάποιον ή να τον πείσουμε πως είμαστε εντελώς σίγουροι για
κάτι ή πως δε θα μπορέσει να πραγματοποιήσει αυτό που έχει σκοπό να κάνει: «αν
δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, θα κάτσω να με γαμήσεις! || είμαι
σίγουρος πως θα ’ρθει, αλλά αν δεν έρθει, θα κάτσω να με γαμήσεις! || δεν
μπορείς να πάρεις δανεικά απ’ αυτό το σπαγκόραμμα, αλλά αν τα καταφέρεις, θα
κάτσω να με γαμήσεις!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- θα
κάτσω να σκάσω! βλ. φρ. όχι θα κάτσω να σκάσω(!)·
-
κάθεσαι καλά; βλ. λ. καλός·
- κάθεσαι
καλά στην καρέκλα σου; βλ. λ. καρέκλα·
- κάθεται
αλά τούρκα, βλ. λ. αλά·
- κάθεται
βουβός σαν ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- κάθεται
η ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- κάθεται
η πομπή στο δρόμο και γελά τον κόσμο όλο, βλ. λ. πομπή·
- κάθεται
και δεν αδειάζει, βλ. λ. αδειάζω·
- κάθεται
και τα ξύνει (ενν. τ’ αρχίδια του), βλ. λ. ξύνω·
- κάθεται
και το ξύνει (ενν. το μουνί της), βλ. λ. ξύνω·
- κάθεται
σαν άγαλμα, βλ. λ. άγαλμα·
- κάθεται
σαν αγάς, βλ. λ. αγάς·
- κάθεται
σαν αγγελούδι, βλ. λ. αγγελούδι·
- κάθεται
σαν αγγούρι, βλ. λ. αγγούρι·
- κάθεται
σαν βρεγμένη γάτα, βλ. λ. γάτα·
- κάθεται
σαν βρεγμένη κότα, βλ. λ. κότα·
- κάθεται
σαν κούκος ή κάθεται σαν τον κούκο, βλ. λ. κούκος·
- κάθεται
σαν κούτσουρο, βλ. λ. κούτσουρο·
- κάθεται
σαν κυρία, βλ. λ. κυρία·
- κάθεται
σαν μαχαραγιάς, βλ. λ. μαχαραγιάς·
- κάθεται
σαν ξυλάγγουρο, βλ. λ. ξυλάγγουρο·
- κάθεται
σαν παλούκι, βλ. λ. παλούκι·
- κάθεται
σαν Παναγία, βλ. λ. Παναγία·
- κάθεται
σαν παπαδιά, βλ. λ. παπαδιά·
- κάθεται
σαν πασάς, βλ. λ. πασάς·
- κάθεται
σαν φραγκοπαναγιά, βλ. λ. φραγκοπαναγιά·
- κάθεται
σε δυο καρέκλες, βλ. λ. καρέκλα·
- κάθεται
σε χρυσό θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
- κάθεται
στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- κάθεται
το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- κάθεται
το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- κάθισε
η βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- κάθισε
η δουλειά ή κάθισαν οι δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- κάθισε
η ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- κάθισε
η ομάδα, βλ. λ. ομάδα·
-
κάθισε καλά, βλ. λ. καλός·
- κάθισε
κάτω, βλ. λ. κάτω·
- κάθισε
να δεις! βλ. φρ. κάτσε να δεις! (Λαϊκό τραγούδι: κάθισε να
δεις,πιο νωρίς ξεκίνα κι αν το θυμηθείς, πότισε τη γλάστρα
μου και την καρδερίνα)·
- κάθισε
το έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
- κάθισε
το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- κάθισε
το καράβι, βλ. λ. καράβι·
- κάθισε
το πλοίο, βλ. λ. πλοίο·
- κάθισε
φρόνιμα, βλ. λ. φρόνιμος·
- κάθομαι
άγια, βλ. λ. άγιος·
- κάθομαι
διπλοπόδι, βλ. λ. διπλοπόδι·
- κάθομαι
και την τρώω (ενν. την πούτσα, την ψωλή), αφήνω εν γνώσει μου να εξελιχθεί
κάτι κακό σε βάρος μου, παθαίνω κάτι κακό εν γνώσει μου: «του ’χω αδυναμία κι ό,τι
βλακεία κάνει, κάθομαι και την τρώω»·
- κάθομαι
και το τρώω (ενν. το παραμύθι), α. από καλή διάθεση πιστεύω αυτό που
μου λέει κάποιος, αν και ξέρω πως μου λέει ψέματα: «ξέρω πως βρίσκεται σε
δύσκολη θέση κι ό,τι μου λέει, κάθομαι και το τρώω». β. είμαι
ευκολόπιστος: «είναι πολύ καλό παιδί κι ό,τι του λένε, κάθεται και το τρώει»·
- κάθομαι
καλά, βλ. λ. καλός·
- κάθομαι
καλά κι άγια, βλ. λ. άγιος·
- κάθομαι
κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- κάθομαι
μέσα, βλ. λ. μέσα·
- κάθομαι
με (τα) χέρια δεμένα ή κάθομαι με δεμένα (τα) χέρια, βλ. λ. χέρι·
- κάθομαι
με (τα) χέρια σταυρωμένα ή κάθομαι με σταυρωμένα (τα) χέρια, βλ. λ.χέρι·
- κάθομαι
όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
- κάθομαι
πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- κάθομαι
πάνω σε ηφαίστειο, βλ. λ. ηφαίστειο·
- κάθομαι
πάνω σε ωρολογιακή βόμβα, βλ. λ. βόμβα·
- κάθομαι
(πάνω) στην υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- κάθομαι
(πάνω) στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- κάθομαι
σκοπός, βλ. λ. σκοπός·
- κάθομαι
σούζα, βλ. λ. σούζα·
- κάθομαι
στ’ αβγά μου, βλ. λ. αβγό·
- κάθομαι
στ’ αγκάθια, βλ. λ. αγκάθι·
- κάθομαι
στ’ αρχίδια μου, βλ. λ. αρχίδι·
- κάθομαι
στα βελόνια, βλ. λ. βελόνι·
- κάθομαι
στα κάρβουνα ή κάθομαι σ’ αναμμένα κάρβουνα, βλ. λ. κάρβουνο·
- κάθομαι
στα καρφιά, βλ. λ. καρφί·
- κάθομαι
σταυροπόδι, βλ. λ. σταυροπόδι·
- κάθομαι
στη γωνιά μου, βλ. λ. γωνία·
- κάθομαι
στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- κάθομαι
στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- κάθομαι
στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- κάθομαι
στην τσίλια ή κάθομαι τσίλια ή κάθομαι τσίλιες, βλ. λ. τσίλια·
- κάθομαι
στην υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- κάθομαι
στις βελόνες, βλ. λ. βελόνα·
- κάθομαι
στο βολάν, βλ. λ. βολάν1·
- κάθομαι
στο καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- κάθομαι
στο κουπί, βλ. λ. κουπί·
- κάθομαι
στο λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- κάθομαι
στο παλούκι ή κάθομαι στα παλούκια, βλ. λ. παλούκι·
- κάθομαι
στο παράθυρο, βλ. λ. παράθυρο·
- κάθομαι
στο σκαμνί, βλ. λ. σκαμνί·
- κάθομαι
στο τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- κάθομαι
στο τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- κάθομαι
στον ήλιο, βλ. λ. ήλιος·
- κάθομαι
στον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- κάθομαι
στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- κάθονται
τα μαγαζιά, βλ. λ. μαγαζί·
- και
κάτσε καλά! βλ. λ. καλός·
- κάθισε
η βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- και
δεν κάθεσαι! δίνεται ως απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει αν μπορεί να
καθίσει κάπου, όταν μας είναι αδιάφορο αν καθίσει ή όχι: «μπορώ να καθίσω σ’
αυτή τη θέση δίπλα σας; -Και δεν κάθεσαι! || μπορώ να καθίσω σε κείνη την
καρέκλα; -Και δεν κάθεσαι, μήπως δική μου είναι!»·
- και
κάθεσαι! έκφραση απορίας για την αδιαφορία που δείχνει κάποιος σε πρόταση
που του έγινε: «με ζήτησε ο τάδε να πάω στη δουλειά του. -Και κάθεσαι!»· βλ.
και φρ. και κάθεσαι ακόμα; λ. ακόμα·
- και
κάθεσαι και βλέπεις! έκφραση απορίας για την αδιαφορία που δείχνει κάποιος
σε κάτι, καλό ή κακό, που διαδραματίζεται μπροστά του: «είπαν, να πάρει ο
καθένας ό,τι θέλει απ’ το αδιάθετο εμπόρευμα, και κάθεσαι βλέπεις! || χτυπάνε
τα παλιόπαιδα γέρο άνθρωπο, και κάθεσαι και βλέπεις!»·
- κάτσε
γύρευε! α. λέγεται για να υποδηλώσει μάταιη αναζήτηση: «πού μπορούμε
να βρούμε τον τάδε; -Κάτσε γύρευε! || πού μπορώ να βρω αυτό τ’ ανταλλακτικό;
-Κάτσε γύρευε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό παρατεταμένο ω και
παρατηρείται χειρονομία με το χέρι να κάνει αόριστους κύκλους στο ύψος του
στήθους και προς τη μεριά του χεριού. β. λέγεται για να υποδηλώσει
αναζήτηση που δεν έχει σημασία ή αξία: «πρέπει να σου δώσω ρέστα ακόμα δέκα πέντε
λεπτά. -Κάτσε γύρευε!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έλα μωρέ και
όχι σπάνιες φορές κλείνει με το τώρα. Συνών. τρέχα γύρευε(!)·
- κάτσε
δω πάνω, βλ. λ. εδώ·
- κάτσε
καλά, βλ. λ. καλός·
- κάτσε
κάτω, βλ. λ. κάτω·
- κάτσε
κάτω απ’ την μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- κάτσε
κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κάτσε
να δεις! πρόσεξε αυτό που έχω να σου πω: «κάτσε να δεις πρώτα πώς έγιναν τα
πράγματα κι έπειτα αποφασίζεις τι θα κάνεις!·
-
κάτσε ρε! επιφωνηματική
έκφραση διαμαρτυρίας ή δυσφορίας στα λεγόμενα κάποιου: «κάτσε ρε, τι ’ν’ αυτά
που λες! || κάτσε ρε, γιατί τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως μας τα λες!»·
- κάτσε
στ’ αβγά σου! βλ. λ. αβγό·
- κάτσε
στ’ αρχίδια σου! βλ. λ. αρχίδι·
- κάτσε
στη γωνιά σου! βλ. λ. γωνία·
- κάτσε
στη θέση σου! βλ. λ. θέση·
- κάτσε
στον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- κάτσε
φρόνιμα, βλ. λ. φρόνιμα·
- κι
ακόμα κάθεσαι! βλ. λ. ακόμα·
- μ’
όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- με
ανώτερό σου κάτσε και νηστικός κοιμήσου, βλ. λ. ανώτερος·
- με
το στόμα φάε σκατά και με τα χέρια κάτσε, βλ. λ. στόμα·
- μην
κάθεσαι, μην αδρανείς, ενεργοποιήσου: «μην στέκεσαι, ρε παιδάκι μου, βάλε κι
εσύ ένα χεράκι να τελειώσουμε τη δουλειά!». Συνών. μη στέκεσαι·
- μου
κάθεται εδώ, γροθιά, βλ. λ. γροθιά·
- μου
κάθεται σαν τσίτα στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μου
κάθεται στο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου
κάθισε η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
- μου
κάθισε στη ράχη, βλ. λ. ράχη·
- μου
κάθισε στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- μου
κάθισε στην πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- μου
κάθισε στο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μου
κάθισε στο σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- μου
κάθισε στο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- μου
την έκατσε ή μου την κάθισε, με ξεγέλασε, με εξαπάτησε: «με βρήκε
πάνω στον ενθουσιασμό μου και μου την έκατσε ο παλιάνθρωπος»·
- να
δούμε πώς θα κάτσει η μπίλια, βλ. λ. μπίλια·
- όποιος
έχει τα μπακίρια, κάθεται στα παραθύρια, βλ. λ. μπακίρι·
- όπως
κάτσει η ζαριά, βλ. λ. ζαριά·
- όσο
κάθεται ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει, βλ. λ. κερατάς·
- όχι
θα κάτσω να σκάσω! δε με νοιάζει καθόλου, αδιαφορώ τελείως: «όχι θα κάτσω
να σκάσω, που πήγε και βρήκε καινούριο γκόμενο». (Λαϊκό τραγούδι: όχι θα
κάτσω να σκάσω, όχι θα κάτσω να σκάσω, τι λες καλέ, τι λες καλέ που
θα πεθάνω)·
- πήγε
για μαμή κι έκατσε για λεχώνα, βλ. λ. μαμή·
- πού
κάθεται; πού κατοικεί; που διαμένει(;): «πού κάθεται ο τάδε;». (Λαϊκό
τραγούδι: πες μου λοιπόν πού κάθεται να πάω να τον γνωρίσω, για το
καλό που μου ’κανε να τον ευχαριστήσω)·
- πριονίζει
το κλαδί στο οποίο κάθεται, βλ. λ. κλαδί·
- σήκω
πάνω, κάτσε κάτω, βλ. λ. σηκώνω·
- στο
λαιμό να σου καθίσει, βλ. λ. λαιμός·
- στο
στομάχι να σου καθίσει, βλ. λ. στομάχι·
- την
έκατσα, (ενν. τη βάρκα), α. απέτυχα να φέρω σε πέρας μια δουλειά ή
μια υπόθεση: «μου ανέθεσε να του διεκπεραιώσω μια υπόθεσή του και την έκατσα». β.
βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση ή κατάσταση: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας μου πως
ήμουν μεθυσμένος, την έκατσα»·
- την
έκατσα τη βάρκα, βλ. λ. βάρκα·
- της
τον (την, το) έκατσα ή της τον (την, τον) κάθισα (ενν. τον πούτσο, τον
ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), της επέβαλα τη σεξουαλική
πράξη: «την πήγα στην γκαρσονιέρα και της τον έκατσα»·
- τι
κάθεσαι και δεν…, γιατί αδρανείς, γιατί δεν ενεργοποιείσαι: «τι κάθεσαι και
δεν πας κι εσύ εκδρομή μαζί με τ’ άλλα παιδιά; || λες ότι σου πονάει το
στομάχι, τι κάθεσαι και δεν πας σ’ ένα γιατρό;». Συνών. τι στέκεσαι και
δεν(…)·
- τον
έχω σήκω σήκω, κάτσε κάτσε ή τον έχω σήκω κάτσε, κάτσε σήκω, βλ. λ.έχω·
- του
’κατσε στραβά, βλ. λ. στραβός·
- του
την έκατσα (ενν. την πούτσα, την ψωλή), τον εξαπάτησα, τον ξεγέλασα: «από
καιρό μου ’κανε τον έξυπνο, ώσπου του την έκατσα κι ησύχασε»·
- τρία
πουλάκια κάθονται, βλ. λ. πουλάκι·
- τώρα
κάτσε! α. έτσι καθυστερημένα που ενδιαφέρθηκες για τη συγκεκριμένη
δουλειά, χάθηκε η ευκαιρία, πέταξε το πουλί, γιατί δόθηκε σε άλλον: «εμείς την
αγγελία γι’ αυτή τη θέση τη βάλαμε, ρε παιδάκι μου, πριν από μια βδομάδα, τώρα
που ήρθες κάτσε γιατί την πήρε άλλος!». Συνών. τώρα αντίο! / τώρα καλημέρα!
/ τώρα καλημερούδια! / τώρα καληνύχτα! / τώρα σφύρα! / τώρα τράβα τα βυζιά σου!
ή τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (β) / τώρα τραγούδα! / τώρα
χαίρετε(!) / τώρα χαιρετίσματα! β. σε ξεγέλασα, σε εξαπάτησα, σου
την έφερα: «νόμισες πως ήσουν πιο έξυπνος από μένα αλλά τώρα κάτσε, γιατί πήρα
πιο πολλά από σένα στη μοιρασιά που έκανα!». Συνηθέστερα στη δεύτερη περίπτωση συνοδεύεται
από χειρονομία με την παλάμη να στρέφει με τη ράχη της προς τα κάτω και με το
μεσαίο δάχτυλο να είναι λυγισμένο και τεντωμένο προς τα πάνω υπονοώντας το πέος·
- τώρα
κάτσε! (ενν. στον πούτσο, στον ψώλο, στην πούτσα, στην ψωλή, στο πέος, στο
καυλί), όπως ενήργησες και απέτυχε η δουλειά, πρέπει να υποστείς και
τις συνέπειες: «εγώ σ’ είχα προειδοποιήσει πως είναι απατεώνας, τώρα κάτσε που
δε μ’ άκουσες και σ’ έβαλε στο χέρι!». Συνών. τώρα τράβα τα βυζιά σου! ή
τώρα τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουν! (α) / τώρα φά’ τον (ενν. τον πούτσο, τον
ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί)·
- χίλιοι
νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός.