Ακρόπολη,
η, κύρ. όν. [<αρχ.
Ἀκρόπολις], η Ακρόπολη· (ειρωνικά) γυναίκα πολύ προχωρημένης ηλικίας: «δεν
είναι για γέλια, όταν σου λέει αυτή η Ακρόπολη ότι μόλις που πλησιάζει τα
εξήντα;»·
- απ’
την εποχή που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. εποχή·
- απ’
τον καιρό που η Ακρόπολη ήταν οικόπεδο, βλ. λ. καιρός·
- έπεσε
απ’ την Ακρόπολη και στάθηκε όρθιος, (γενικά) υπήρξε πολύ τυχερός. Οι
Θεσσαλονικείς αναφέρουν το Λευκό Πύργο·
- πριν
(προτού) χτιστεί η Ακρόπολη, βλ. συνηθέστ. απ’ τον καιρό που η Ακρόπολη
ήταν οικόπεδο, λ. καιρός.