κάθε,
άκλ. αόρ. αντων.
[αποκόπηκε από τη λ. καθένας με ανέβασμα του τόνου], κάθε. 1. εύχρ. ως
επίθ. (χρησιμοποιείται για όλα τα γένη και για όλες τις πτώσεις του ενικού),
καθείς, καθένας, καθεμιά, καθένα: «κάθε άνθρωπος έχει στη ζωή του δικαιώματα
και υποχρεώσεις || πρέπει κάθε πράγμα να είναι στη θέση του». 2. με
αιτιατική στη θέση της πρόθ., ανά: «πρέπει να παίρνει απ’ αυτό το φάρμακο κάθε
τέσσερις ώρες». 3. (υποτιμητικά) ο οποιοσδήποτε τυχαίος, ο πάσα ένας:
«δεν μπορεί να ’ρχεται ο κάθε βλάκας και να μου κάνει τον έξυπνο, γιατί τα
παίρνω στο κρανίο || δεν μπορεί ο κάθε πλούσιος να θέλει να του κάνω τεμενάδες».
(Ακολουθούν 60 φρ.)·
- αβράκωτος
έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
-
άμυαλος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το θώρει, άμυαλος·
- για
κάθε ενδεχόμενο, βλ. λ. ενδεχόμενο·
- για
κάθε μέρα, βλ. λ. μέρα·
- δεν
είναι κάθε μέρα Λαμπρή, βλ. λ. μέρα·
- δεν
είναι κάθε μέρα Πασχαλιά, βλ. λ. μέρα·
- δεν
είναι κάθε μέρα τ’ Αγιαννιού, μέρα·
- έξω
από κάθε αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
- θα
γελάσει ο κάθε πικραμένος, βλ. λ. πικραμένος·
- κάθε
ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάθε
άλλο, είμαι αντίθετης, διαφορετικής γνώμης ή άποψης από αυτό που λες ή
ισχυρίζεσαι: «έχω την εντύπωση πως σ’ ενοχλώ. -Κάθε άλλο || κάθε άλλο παρά έτσι
όπως τα λες είναι τα πράγματα, μην αμφιβάλλεις»·
- κάθε
άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- κάθε
αρνί απ’ το ποδάρι του κρέμεται, βλ. λ. αρνί·
- κάθε
αρχή και δύσκολη, βλ. λ. αρχή·
- κάθε
βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- κάθε
γέρος την πορδή του την έχει μόσκο, βλ. λ. πορδή·
- κάθε
δεντράκι με τον ίσκιο του, βλ. λ. δεντράκι·
- κάθε
δουλειά θέλει το κολάι της, βλ. λ. δουλειά·
- κάθε
δυο και τρεις, πολύ συχνά: «έρχεται κάθε δυο και τρεις και μου ζητάει
δανεικά»·
- κάθε
είδους, βλ. λ. είδος·
- κάθε
εμπόδιο για καλό ή κάθε εμπόδιο σε καλό, βλ. λ. εμπόδιο·
- κάθε
καρυδιάς καρύδι, βλ. λ. καρύδι·
- κάθε
κατεργάρης στον πάγκο του, βλ. λ. κατεργάρης·
- κάθε
λίγο και λιγάκι, βλ. λ. λίγος·
-
κάθε λογής, βλ. λ. λογής·
- κάθε
μέρα, βλ. λ. μέρα·
- κάθε
μέρα είναι αύριο, βλ. λ. αύριο·
- κάθε
μέρα μου φαίνεται χρόνος, βλ. λ. μέρα·
- κάθε
μήνα, βλ. λ. μήνας·
- κάθε
ξύλο έχει τον καπνό του, βλ. λ. καπνός1·
- κάθε
Πάσχα και Χριστούγεννα, βλ. λ. Πάσχα·
- κάθε
πέρσι και καλύτερα, βλ. λ. πέρσι·
- κάθε
πετεινός στην αυλή του κράζει, βλ. λ. πετεινός·
- κάθε
που, όσες φορές. (Λαϊκό τραγούδι: κάθε που βραδιάζει στη
μικρή τη γειτονιά)·
- κάθε
πουλί στον τόπο του κελαηδεί, βλ. λ. πουλί·
- κάθε
πράγμα στην ώρα του, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάθε
πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα, βλ. λ. αβγό·
- κάθε
πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- κάθε
σχόλιο περιττεύει, βλ. λ. σχόλιο·
- κάθε
τι (καθετί) κάθε πράγμα, όλα, τα πάντα: «θέλω να ελέγχω κάθε τι που βγαίνει
απ’ αυτό το εργοστάσιο»·
- κάθε
τόπος και ζακόνι, κάθε μαχαλάς και τάξη, βλ. λ. τόπος·
- κάθε
τόσο, αρκετές φορές, συχνά: «έρχεται κάθε τόσο και τηλεφωνεί». (Λαϊκό
τραγούδι: ζηλεύω τα πουλιά, γιατί έχουνε φτερά κι αλλάζουνε πατρίδες κάθε
τόσο, ζηλεύω τα πουλιά, αχ, να ’μουν σαν κι αυτά να φύγω και λεύτερος να
νιώσω)·
- κάθε
τόσο και λιγάκι, βλ. φρ. κάθε λίγο και λιγάκι·
- κάθε
τρεις και δέκα, αρκετά συχνά: «κάθε τρεις και δέκα, έρχεται και μου ζητάει
εκδουλεύσεις»·
- κάθε
τρεις και λίγο, βλ. φρ. κάθε τρεις και δέκα·
- κάθε τρεις και πέντε, βλ.
φρ. κάθε τρεις και δέκα·
- κάθε
τρίχα με τον ίσκιο της, βλ. λ. τρίχα·
- κάθε
φέτος και χειρότερα, βλ. λ. φέτος·
- κάθε
φορά, βλ. λ. φορά·
- κάθε
φορά που…, βλ. λ. φορά·
- κάθε
χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- κάθε
ώρα και στιγμή, βλ. λ. ώρα·
- με
κάθε λεπτομέρεια, βλ. λ. λεπτομέρεια·
- με
κάθε μέσο, βλ. λ. μέσο·
- με
κάθε τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- πέρα
από κάθε αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
- σε
κάθε περίπτωση, βλ. λ. περίπτωση·
- το
κάνει κάθε δυο και τρεις, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος,
επαναλαμβάνει πολύ συχνά κάτι, ιδίως όχι αρεστό: «ήρθε ο τάδε και μου ζητούσε
δανεικά. -Σ’ εμένα το κάνει κάθε δυο και τρεις»·
- το
κάνει κάθε τρεις και δέκα, επαναλαμβάνει αρκετά συχνά κάτι, ιδίως όχι
αρεστό: «το ξέρει πως μ’ ενοχλεί να ’ρχεται να παίρνει τηλέφωνο απ’ το γραφείο
μου, κι όμως το κάνει κάθε τρεις και δέκα»·
- το
κάνει κάθε τρεις και λίγο, βλ. φρ. το κάνει κάθε τρεις και δέκα·
- το
κάνει κάθε τρεις και πέντε, βλ. φρ. το κάνει κάθε τρεις και δέκα.