καθάρισμα,
το, ουσ. [από το
θέμα αορ. του ρ. καθαρίζω + κατάλ. -μα], το καθάρισμα· η ενέργεια και το
αποτέλεσμα του καθαρίζω·
- στεγνό
καθάρισμα, το καθάρισμα των λεκέδων από ρούχο με βενζίνη: «είναι τέτοιο το
ύφασμα, που καθαρίζει μόνο με στεγνό καθάρισμα»·
- του
’κανα στεγνό καθάρισμα, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοφόρτωσα: «να δεις πώς τα
ξέρασε όλα, μόλις του ’κανα στεγνό καθάρισμα!». Από την εικόνα του ατόμου που
βάζει κάτω το ρούχο του και το τρίβει επίμονα με τη βενζίνη για να το καθαρίσει
από τους λεκέδες.