καζάντι,
το κ. καζάντιο,
το, πλ. καζάντια, τα, ουσ. [<καζαντίζω], το όφελος, το κέρδος που
έχει αποκτηθεί από το εμπόριο, γενικά τα πλούτη, που έχουν αποκτηθεί από την
εργασία: «τόσα χρόνια σκληρή δουλειά και ποιο ήταν το καζάντι σου;»·
- είδαμε
τα καζάντια σου! ειρωνική έκφραση σε άτομο, που, ενώ απέτυχε να προκόψει
στη ζωή του, ενώ οι προσπάθειές του για κάτι καλό στη ζωή του δεν είχαν
αποτέλεσμα, κατηγορεί άλλους για τον ίδιο λόγο: «μην κατηγορείς τον τάδε που
απέτυχε στη ζωή του, γιατί είδαμε τα καζάντια σου!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ.
ακολουθεί το και σένα.