καδρόνι
κ. καντρόνι,
το, ουσ. [<ιταλ. quadrone], το καδρόνι. 1. ο ανόητος, ο βλάκας:
«σιγά ρε καδρόνι, μη ζητήσουμε και τη γνώμη σου!». 2. ψηλόλιγνη και
χωρίς διόλου φινέτσα γυναίκα: «δεν πάει κανένας άντρας μ’ αυτό το καδρόνι κι
όπως φαίνεται, θα μείνει στο ράφι»·
- είναι
λες και κατάπιε καδρόνι ή είναι σαν να κατάπιε καδρόνι ή λες και
κατάπιε καδρόνι ή σαν να κατάπιε καδρόνι, λέγεται ειρωνικά για άτομο
που στέκεται στητό ή περπατάει μονοκόμματο και με ψηλά το κεφάλι από έπαρση:
«θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι σαν να κατάπιε καδρόνι ||
απ’ τη μέρα που κληρονόμησε το θείο του τον Αμερικάνο, λες και κατάπιε καδρόνι
ο φίλος σου || βλέπεις εκείνον που είναι σαν να κατάπιε καδρόνι, ε αυτός,
λοιπόν, είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος της πόλης μας». Συνών. είναι λες και
κατάπιε σανίδα / είναι λες και κατάπιε σκουπόξυλο·
- έχει
μυαλό καδρόνι, βλ. λ. μυαλό·
- κάνει
το στητό καδρόνι, (ειρωνικά) καμαρώνει, υπερηφανεύεται συνήθως χωρίς λόγο:
«άνοιξε κι αυτός ένα ψιλικατζίδικο και μας κάνει το στητό καδρόνι».