κάγκελο,
το, ουσ.
[<μτγν. κάγκελον <λατιν. cancellum], το κάγκελο. 1. γυναίκα ψηλή
και κοκαλιάρα, αλλά όχι και απαραίτητα άσχημη: «έχει γλυκό προσωπάκι, αλλά κατά
τ’ άλλα είναι κάγκελο». 2. υποτιμητική αναφορά σε γυναίκα, χωρίς να
είναι απαραίτητα κοκαλιάρα ή άσχημη: «δεν πάω πουθενά μ’ αυτό το κάγκελο». 3.
στον πλ. τα κάγκελα, (στη γλώσσα της αργκό) τα κάγκελα του κελιού και,
κατ’ επέκταση, η φυλακή: «είναι δυο χρόνια στα κάγκελα». (Λαϊκό τραγούδι: και
πίσω από τα κάγκελα σαπίζει το κορμί μου κι όλη τη νύχτα ακούγονται οι
αναστεναγμοί μου). Συνών. αλυσίδες (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) /
στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / χάψη / ψειρού. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- αφήνω
κάγκελο, αφήνω κάποιον άφωνο, άναυδο από ζωηρή έκπληξη ή απορία, είτε με τη
συμπεριφορά μου είτε με κάτι που του λέω ή του δείχνω: «την ώρα που έμπαιναν
μέσα οι επίσημοι, τράβηξε ένα ρέψιμο και μας άφησε κάγκελο || μόλις του ζήτησε
τα δανεικά που του χρειαζόταν, έβγαλε και του τα ’δωσε αμέσως και τον άφησε
κάγκελο»·
- έγινε
της ιεροδούλου το κάγκελο, βλ. λ. ιερόδουλος·
- έγινε
της πουτάνας το κάγκελο, βλ. λ. πουτάνα·
- θα
γίνει της πουτάνας το κάγκελο, βλ. λ. πουτάνα·
- και
τα μυαλά στα κάγκελα, βλ. λ. μυαλό·
- μασάω
κάγκελα, βλ. συνηθέστ. μασάω σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- μένω
κάγκελο, ακινητοποιούμαι,μένω άφωνος, άναυδος από ζωηρή έκπληξη ή
απορία για εντελώς απροσδόκητο λόγο ή συμβάν: «όταν τον είδα να χτυπάει τον
πατέρα του, έμεινα κάγκελο || μόλις σηκώθηκε κι άρχισε να τους βρίζει όλους,
έμεινα κάγκελο»·
- μου
σηκώθηκε η τρίχα κάγκελο ή σηκώθηκε η τρίχα μου κάγκελο, βλ. λ. τρίχα·
- μπαίνω
στα κάγκελα, μπαίνω στη φυλακή, φυλακίζομαι: «θα ζήσω τίμια ζωή, γιατί δεν
αντέχω να μπω πάλι στα κάγκελα»·
- τον
βάζω στα κάγκελα, βλ. φρ. τον ρίχνω στα κάγκελα·
- τον ρίχνω στα κάγκελα, τον
φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου, τον έριξαν στα
κάγκελα»·
-
τρώω κάγκελα, βλ.
συνηθέστ. τρώω σίδερα, λ. σίδερο.