ακριβοθώρητος,
-η, -ο, επίθ.
[<ακριβο- + θωρώ + κατάλ. -ητος], που είναι εξαιρετικός, σπάνιος: «είχε μια
ακριβοθώρητη ομορφιά»·
- μας
έγινε ακριβοθώρητος, (ειρωνικά) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος,
ξαφνικά, ιδίως μετά από κάποια πρόσφατη επιτυχία του, απομακρύνθηκε από την
παρέα μας και το συναντάμε πολύ δύσκολα ή σπάνια: «απ’ τη μέρα που κέρδισε στο
τζόκερ, μας έγινε ακριβοθώρητος || απ’ τη μέρα που πέρασε στο πανεπιστήμιο, μας
έγινε ακριβοθώρητος».