καβούρι,
το, ουσ. [<μσν.
καβούριν, υποκορ. του μτγν. κάβουρος], ο κάβουρας·
- έχει
καβούρια η τσέπη του ή έχει καβούρια στην τσέπη του ή έχει
καβούρια στις τσέπες του, είναι πολύ τσιγκούνης (φοβάται δηλ. να βάλει το
χέρι του μέσα στις τσέπες του για να βγάλει λεφτά, μήπως και του το δαγκώσουν
τα καβούρια). (Λαϊκό τραγούδι: τι κι αν ζεις στο Κολονάκι, στα Ταμπούρια, όταν
έχεις μες τις τσέπες σου καβούρια). Υποκορ. καβουράκι, το (βλ. λ.)·
- καβούρια
έχεις; ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που δεν μπορεί να μείνει ήρεμο στη θέση
του, που κινείται διαρκώς: «πάψε να κουνιέσαι συνέχεια, ρε παιδάκι μου,
καβούρια έχεις;». Συνών. αγκάθια έχεις; / σκουλήκια έχεις;