κάβουρας,
ο, πλ. κάβουρες,
οι (βλ. λ.), θηλ. καβουρίνα, η, ουσ. [<μτγν. κάβουρος <αρχ.
κάραβος. Απίθανη η παραγωγή από το αρχ. Κάβειρος]. 1. είδος
μαλακόστρακου, ο καρκίνος της θάλασσας: «ο κάβουρας είναι πολύ νόστιμος, όταν
τρώγεται βραστός». (Λαϊκό τραγούδι: πάει ο κάβουρας το βράδυ, βρίσκει
το τσαρδί ρημάδι // κι η μαμά τους η κυρία καβουρίνα, κάνει τσάρκα με το
σπάρο στη Ραφίνα). 2. ο τσιγκούνης: «σιγά που σου ’δωσε δανεικά
αυτός ο κάβουρας!». 3. το γαλλικό κλειδί, που χρησιμοποιείται από
υδραυλικούς και άλλους μηχανικούς: «πήρε τον κάβουρα και ξεβίδωσε τη βάνα». Από
την ομοιότητα της λαβίδας που έχει αυτό το κλειδί με τη δαγκάνα του κάβουρα. Ο
Ε. Ζάχος στο λ. κάβουρας δίνει την παρακάτω ερμηνεία: το κίνητρο, η
έμμονη ιδέα που έχουμε, η ανησυχία που μας κάνει να ερευνούμε, να δρούμε, να
ανακατευόμαστε συνεχώς σε νέες υποθέσεις και ως παράδειγμα παραθέτει: δεν
έχει μέσα του κάβουρα, δεν έχει ανησυχίες και κίνητρα. Κατά τη γνώμη μου, ο
Ε. Ζάχος, μπερδεύει τον κάβουρα με τον τσαγανό, που είναι
μικρότερος από τον κάβουρα και πολύ πιο γρήγορος, πολύ πιο ευκίνητος. Υποκορ. καβουράκι,
το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- εδώ
σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα, α. λέγεται στην περίπτωση
που θέλουμε να δώσουμε σε κάποιον θάρρος, κουράγιο να αγωνιστεί, για να
ξεπεράσει τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται: «βέβαια, ο θάνατος του πατέρα
σου δεν ήταν μικρό πράγμα, όμως εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα
και να συνεχίσεις τη ζωή σου». β. λέγεται στην περίπτωση που προτρέπουμε
κάποιον να μας αποδείξει έμπρακτα πως μπορεί να φέρει σε πέρας κάτι όχι εύκολο
ή συνηθισμένο: «μα είσαι με τα καλά σου, που θέλεις να καταπιαστώ με μια τόσο
δύσκολη υπόθεση; -Εδώ σε θέλω κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα». Πολλές φορές,
της φρ. προτάσσεται το εμ·
- η
δουλειά πάει σαν τον κάβουρα ή
πάει σαν τον κάβουρα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- η
δουλειά προχωράει σαν τον κάβουρα ή προχωράει σαν τον κάβουρα η δουλειά,
βλ. λ. δουλειά·
- κινείται
σαν κάβουρας ή κινείται σαν τον κάβουρα, βλ. συνηθέστ. πάει σαν
κάβουρας·
- ο
κάβουρας στην τρύπα του, μεγάλος άρχος (= άρχοντας) είναι, και ο πιο
ταπεινός άνθρωπος, στο σπίτι του είναι αφέντης, άρχοντας: «μπορεί να είναι πολύ
φτωχός αλλά όλη η οικογένειά του τον βλέπει σαν Θεό, γιατί ο κάβουρας στην
τρύπα του, μεγάλος άρχος είναι»·
- πάει
σαν κάβουρας ή πάει σαν τον κάβουρα, α. προχωρεί πολύ αργά,
καθυστερεί υπερβολικά: «έτσι όπως πάει σαν κάβουρας ο οδηγός, δε θα φτάσουμε
ούτε αύριο». β. (για δουλειές ή υποθέσεις) εξελίσσεται πάρα πολύ αργά,
προχωρεί με μεγάλη καθυστέρηση: «έτσι όπως πάει σαν τον κάβουρα η υπόθεση με
την πολεοδομία, ούτε και φέτος θα μπορέσω να πάρω την άδεια για να χτίσω». Από
την εικόνα του κάβουρα που προχωράει αργά και λοξά. Συνών. πάει σαν χελώνα ή
πάει σαν τη χελώνα·
- περνάει
σαν τον κάβουρα στον τέντζερη, βλ. λ. τέντζερης·
- περπατάει
σαν κάβουρας ή περπατάει σαν τον κάβουρα, περπατάει αργά και με λοξή
κατεύθυνση: «άνοιξε το βήμα σου να προλάβουμε τους άλλους, γιατί αυτός
περπατάει σαν τον κάβουρα». Συνών. περπατάει σαν χελώνα ή περπατάει
σαν τη χελώνα· βλ. και φρ. πάει σαν κάβουρας·
- πηγαίνει
σαν κάβουρας ή πηγαίνει σαν τον κάβουρα, βλ. φρ. περπατάει σαν
κάβουρας·
- προχωράει
σαν κάβουρας ή προχωράει σαν τον κάβουρα, βλ. φρ. περπατάει σαν
κάβουρας·
- τι
θες καημένε κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα; λέγεται σε κάποιον που
καταπιάνεται με κάτι πάνω από τις δυνάμεις του ή τις γνώσεις του και φυσικά
αποτυχαίνει: «μπλέχτηκα με μια δουλειά που δεν την ήξερα κι έχασα τα λεφτά μου.
-Τι θες καημένε κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα;». Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το εμ. Λέγεται περισσότερο με συμπάθεια παρά με ειρωνεία,
όπως θα μπορούσε να θεωρηθεί·
- τι
’ν’ ο κάβουρας, τι ’ν’ το ζουμί του! λέγεται για οτιδήποτε που υπάρχει σε
ασήμαντη, σε αμελητέα ποσότητα, λέγεται για οτιδήποτε από το οποίο μπορεί
κανείς να αποκομίσει ασήμαντο, αμελητέο κέρδος: «έβγαλα είκοσι ευρώ από μια
μετακόμιση και μου ζητούσε τα μισά, επειδή, λέει, με βοήθησε, όμως, τι ’ν’ ο
κάβουρας τι ’ν’ το ζουμί του!». (Λαϊκό τραγούδι: μη σε γελάν τα κόλπα του κι
οι κουτσαβακισμοί του καθότι τι είναι ο κάβουρας και τ’ είναι το ζουμί του).