κάβος,
ο, ουσ. [<
γενουατ. cavo (= ακρωτήρι)]. 1. ακρωτήρι με ψηλά κι απότομα βράχια:
«μόλις το καράβι πέρασε τον κάβο, ξανοίχτηκε στο πέλαγος». (Λαϊκό τραγούδι: ψαρεύουν
σ’ όλα τα νησιά σ’ όλους τους κάβους πάνε κι έπειτα στην Ανάβυσσο
αγκαλιαστοί γυρνάνε).2. πρώτο συνθετικό τοπωνυμίας:
«κάβο-Μαλλιάς || κάβο-Ντόρος». 3. χοντρό σκοινί που χρησιμοποιείται για να
προσδένεται η πρύμνη του πλοίου στην προβλήτα: «μόλις έλυσαν τους κάβους, το
πλοίο άρχισε να πλέει αργά προς την έξοδο του λιμανιού». Συνών. καραβόσκοινο
/ παλαμάρι (1) / πρυμάτσα·
- δεν
παίρνει κάβο, δεν αντιλαμβάνεται, δεν καταλαβαίνει, δεν μπαίνει στο νόημα
μιας κουβέντας ή μιας υπόθεσης: «μια ώρα του κάνω νόημα ν’ αφήσει την γκόμενα,
γιατί έρχεται η γυναίκα του, κι αυτός δεν παίρνει κάβο»·
- παίρνω
κάβο, αρχίζω να αντιλαμβάνομαι, να καταλαβαίνω, να μπαίνω στο νόημα μιας
κουβέντας ή μιας υπόθεσης: «την τελευταία στιγμή πήρα κάβο πως ήθελαν να με
τουμπάρουν, και χάλασα τη δουλειά»·
- παίρνω
κάβο τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πιάνω
κάβο, πηγαίνω στο γνώριμο για μένα μέρος, ξαναβρίσκω την παρέα μου: «μόλις
είδαν πως έπιασα κάβο στη γειτονιά μου, σταμάτησαν να με κυνηγούν». Από τη
σιγουριά που νιώθει ο ναυτικός, όταν το καράβι του προσδεθεί με τον κάβο του στην
προβλήτα.