ακρίβεια,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀκρίβεια], η ακρίβεια·
- για
την ακρίβεια, για να είμαι πολύ ακριβής, ακριβέστερα: «έδωσα ένα σωρό λεφτά
γι’ αυτό το χρυσό ρολόι, για την ακρίβεια, οχτακόσιες πενήντα πέντε χιλιάδες»·
- με
ακρίβεια δωματίου, η
ηλεκτρονική προσέγγιση, αποκάλυψη ενός χώρου με πολλή μεγάλη ακρίβεια: «αν δε
σβηνόταν το λογισμικό, θα μπορούσαμε να βρούμε αυτούς που παρακολουθούν τα
τηλέφωνά μας με ακρίβεια δωματίου». Η φρ. σε χρήση από τις αρχές Φεβρουαρίου
του 2006, μετά το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων του πρωθυπουργού Κ.
Καραμανλή, διάφορων υπουργών της κυβέρνησης, καθώς και άλλων υψηλών προσώπων
και δημοσιογράφων.