καβαλίκα,
η, ουσ.
[<καβαλικεύω], η σεξουαλική πράξη, η συνουσία: «εσύ ξέρεις κανέναν που να
μην του αρέσει η καβαλίκα;»· βλ. και λ. καβάλα·
- κάνω
καβαλίκα, ανεβαίνω σε κάποιο μεταφορικό μέσο, ιδίως κρυφά, και
ευχαριστιέμαι τη μεταφορά, κάνω σκαλωμαρία: «σκαρφαλώσαμε πίσω απ’ το τραμ και
κάναμε καβαλίκα»·
- ρίχνω
τις καβαλίκες μου, επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, συνουσιάζομαι: «την πήρα
στο δωμάτιο κι έριξα τις καβαλίκες μου»·
- τον
παίρνω καβαλίκα, τον σηκώνω στους ώμους μου και τον μεταφέρω: «κάποια
στιγμή καθώς περπατούσανε, ο πατέρας του τον σήκωσε ψηλά και τον πήρε καβαλίκα».
Συνών. τον παίρνω χαμαλίκα·
- τρώω
καβαλίκα, βλ. φρ. κάνω καβαλίκα.