καβαλάρης,
ο, θηλ. καβαλάρισσα,
ουσ. [<μσν. καβαλάρις <καβαλάριος <λατιν. caballarius], ο καβαλάρης. 1.
άντρας που είναι ικανός να επιβάλλει τη σεξουαλική πράξη, ο επιβήτορας: «στα
νιάτα του ήταν ο καλύτερος καβαλάρης της παρέας μας». 2. (για τάβλι) το
επιπλέον πούλι που βάζει ο παίχτης πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή πάνω σε
δική του πόρτα, για να μπορεί να χτυπήσει νέο πούλι του αντιπάλου του, χωρίς να
ξεπλακώσει: «πρέπει να ’χεις το νου σου, να βάζεις και κανέναν καβαλάρη, γιατί
πάντα είναι χρήσιμος». Συνών. χωροφύλακας·
- είμαι
καβαλάρης, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, κυριαρχώ στο χώρο μου: «θα πάρω
μέρος σ’ αυτή τη δουλειά, μόνο αν βρω τον τρόπο να ’μαι καβαλάρης || μέσα στο
σπίτι μου είμαι καβαλάρης». (Λαϊκό τραγούδι: είμ’ ένα λεβεντόπαιδο του
λιμανιού βαρκάρης και πριν με πάρεις μάθε το πώς θα ’μαι καβαλάρης)·
- η
γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, η γυναίκα θέλει άξιο σύζυγο και
με ισχυρή προσωπικότητα για να την καθοδηγεί, όπως και το άλογο θέλει έμπειρο
αναβάτη: «μην αφήνεις λάσκα τη γυναίκα σου, γιατί η γυναίκα και το άλογο θέλουν
άξιο καβαλάρη»·
- μαύρος
καβαλάρης, α. ο χάρος: «όλους μας θα ’ρθει κάποια μέρα να μας πάρει
ο μαύρος καβαλάρης». β. προσωνυμία το στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα: «τα
μόνα στρατεύματα που υποχώρησαν οργανωμένα κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή,
ήταν του μαύρου καβαλάρη»·
- μοναχικός
καβαλάρης, λέγεται για άτομο που πορεύεται στη ζωή του μοναχό: «έτσι
μοναχικός καβαλάρης που είναι, δεν ξέρουμε και πολλά για τη ζωή του»·
- μπαίνω
καβαλάρης, εισβάλλω σε ένα χώρο με υπεροπτικό ύφος, αδιαφορώντας για την
κατάσταση που επικρατεί και χωρίς να συμμετέχω στις κοινές εργασίες: «μην
υπολογίζεις σ’ αυτόν, γιατί θα μπει καβαλάρης και θα φύγει χωρίς ν’ ασχοληθεί
καθόλου με τίποτα». Από την εικόνα του καβαλάρη που περνάει από κάπου με αγέρωχο
ύφος.