κάβα,
η ουσ.
[<ιταλ. cava]. 1. κατάστημα που πουλάει κρασιά και γενικά
οινοπνευματώδη ποτά: «πετάξου μέχρι τη κάβα κι αγόρασε δυο μπουκάλια κρασί κι
ένα μπουκάλι ουίσκι». 2. υπόγειος χώρος που, λόγω της υγρασίας του,
είναι κατάλληλος για φύλαξη κρασιού ή άλλου οινοπνευματώδους ποτού, καθώς και
αυτά τα ποτά που βρίσκονται στην κατοχή κάποιου: «κατέβηκα στην κάβα να βρω
κανένα μπουκάλι κρασί, που να ταιριάζει με το φαγητό μας || έχω μεγάλη κάβα,
γιατί είμαι μερακλής στο ποτό». 3. (για χαρτοπαίγνιο) το αρχικό ποσό που
καταθέτουν οι παίχτες στην αρχή του παιχνιδιού και που, συνήθως, το
ανταλλάσσουν με μάρκες: «τι κάβα θα βάλουμε; || μέχρι τώρα χάνω πέντε κάβες». 4.
το ποσό που συγκεντρώθηκε για κάποιο σκοπό από ρεφενέ: «μαζέψαμε λεφτά για να
τα δώσουμε σ’ ένα φίλο, αλλά ο τάδε πήρε την κάβα και την κοπάνησε»·
- αφήνω
κάβα, αφήνω, ιδίως στο μπαρ, για άλλη φορά το ποτό που έχει μείνει στο
μπουκάλι, αφού το έχω πληρώσει ήδη: «το ουίσκι που περίσσεψε θα το αφήσω κάβα
γι’ αύριο»·
- έχω
κάβα, α. έχω αποταμιευμένα χρήματα, ιδίως έχω κρυμμένα χρήματα στο
σπίτι μου: «εγώ έχω πάντα μια μικρή κάβα για ώρα ανάγκης». β. έχω
διάφορες προμήθειες, ιδίως τροφίμων: «επειδή οι φίλοι μου είναι μερακλήδες στο
ούζο, έχω κάβα διάφορους μεζέδες για ούζο, στην περίπτωση που θα ’ρθουν ξαφνικά
να μ’ επισκεφθούν στο σπίτι μου»·
- κάνω
κάβα, α. μαζεύω τα λεφτά του ρεφενέ: «κάνε κάβα κι όσα μαζέψεις,
δώσ’ τα στον τάδε, που τα ’χει ανάγκη». β. αποταμιεύω, ιδίως χρήματα:
«ένα μικρό μέρος από το μισθό που παίρνω, το κάνω κάβα». γ. κάνω διάφορες
προμήθειες, ιδίως τροφίμων: «όταν έχω χρήματα, κάνω κάβα διάφορες κονσέρβες για
να βρίσκονται». δ. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) κρατώ το ταμείο του
παιχνιδιού που διευθύνω: «ποιος έχει σειρά να κάνει κάβα;».