ίσκιος,
ο, ουσ. [μσν. ἴσκιος
<σκιά], ο ίσκιος· το φάντασμα σύμφωνα με τη λαϊκή πρόληψη: «τα βράδια στα
νεκροταφεία κυκλοφορούν διάφοροι ίσκιοι»· βλ. και λ. σκιά·
- είμαι
στον ίσκιο, (στη γλώσσα της αργκό) βρίσκομαι σε άσχημη οικονομική
κατάσταση, είμαι απένταρος: «απ’ την μέρα που έχασε όλα τα λεφτά του στα
χαρτιά, είναι συνέχεια στον ίσκιο». Από την εικόνα του φτωχού που προφυλάγεται
από τον ήλιο μένοντας στον ίσκιο, γιατί δεν έχει χρήματα ν’ αγοράσει ομπρέλα ή
καπέλο·
- κάθε
δεντράκι με τον ίσκιο του, βλ. λ. δεντράκι·
- κάθε
τρίχα με τον ίσκιο της, βλ. λ. τρίχα·
- το
καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- τρέμει
και τον ίσκιο του, βλ. φρ. φοβάται και τον ίσκιο του·
-
φοβάται και τον ίσκιο του, το
άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ δειλό, πολύ φοβητσιάρης: «μην
υπολογίζεις στον τάδε, γιατί αυτός φοβάται και τον ίσκιο του». Πολλές φορές, η
φρ. κλείνει με το ακόμα. Συνών. φοβάται και τη σκιά του.