ίσαμε,
πρόθ.
[<επίρρ. ίσα + πρόθ. με]. 1. μέχρι: «προχώρησαν ίσαμε το ποτάμι». 2.
περίπου: «η ώρα θα ’ναι ίσαμε δώδεκα || κοστίζει ίσαμε χίλια ευρώ || στη
συγκέντρωση θα ’ταν ίσαμε χίλια άτομα». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω απ’ το θαμπό
φανάρι στέκεται ένα παλικάρι ίσαμ’ είκοσι χρονώ)·
- από
δω ίσαμ’ απέναντι, βλ. λ. απέναντι·
- από
δω ίσαμ’ εκεί απάνω, βλ. λ. απάνω·
- ίσαμ’
εδώ και μη παρέκει, βλ. λ. εδώ·
- ίσαμε
να…, ώσπου να…: «θα περιμένω ίσαμε να ’ρθει || ίδρωσα ίσαμε να τον καταφέρω
να σε βοηθήσει»·
- ίσαμε
(τα) τώρα, βλ. λ. τώρα·
- μ’
έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μ’
έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί.