ακουστός,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἀκουστός]. 1. που είναι ξακουσμένος, φημισμένος: «είναι
ακουστός σ’ όλη την πόλη για τα πλούτη που έχει || είναι ακουστός ο Λευκός
Πύργος της Θεσσαλονίκης || είναι ακουστά τα κάστρα της Θεσσαλονίκης». 2.
το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. τα ακουστά (βλ. λ.). Επίρρ. ακουστά·
- το
’χω ακουστά, το έχω ακούσει, έχει πέσει στην αντίληψή μου: «το ’χω ακουστά
πως ο τάδε είναι πλούσιος»·
- τον
έχω ακουστά, δεν τον γνωρίζω προσωπικά, αλλά μόνο από ό,τι λένε οι άλλοι
γι’ αυτόν: «δεν έχουμε συναντηθεί ποτέ, αλλά τον έχω ακουστά».