ικανός,
-ή, -ό, επίθ.
[<αρχ. ικανός], ικανός. 1. που είναι πετυχημένος στο επάγγελμά του:
«είναι ικανός γιατρός || είναι ικανός δικηγόρος». 2. επαρκής,
ικανοποιητικός ως προς το μέγεθος ή ως προς τον αριθμό: «υπάρχει ακόμα ικανός
χρόνος για να προλάβουμε το τρένο || υπήρχε ικανός αριθμός ατόμων που είχαν
δηλώσει συμμετοχή στο σεμινάριο». 3. (ειδικά για το στρατό), που είναι
άξιος να υπηρετήσει στις τάξεις του στρατού. Για περισσότερες πληροφορίες βλ. λ. γιωτάς·
- δε
σ’ έχω ικανό να…, δε σε θεωρώ άξιο να κάνεις ή να καταφέρεις κάτι: «δε σ’
έχω ικανό να κόψεις το ποτό || δε σ’ έχω ικανό να κόψεις το τσιγάρο || δε σ’
έχω ικανό να φέρεις σε πέρας αυτή τη δουλειά». Συνών. δε σ’ έχω άξιο να(…)·
- είναι
ικανός για όλα, είναι αδίστακτος, ενεργεί χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς,
μετέρχεται όλα τα μέσα προκειμένου να πετύχει κάτι: «πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός
μαζί του, γιατί είναι ικανός για όλα»·
- είναι
ικανός να…, έχει την ικανότητα, την αξιοσύνη να φέρει σε πέρας κάτι: «ξέρω
ότι είναι καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω αν είναι ικανός να σου τελειώσει τη
δουλειά σου»· βλ. και φρ. τον έχω ικανό να(…)·
- τον
έχω ικανό για όλα, βλ.
φρ. είναι ικανός για όλα·
- τον
έχω ικανό να…, τον
θεωρώ άξιο να ενεργήσει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο που ξεπερνάει συνήθως τα
όρια του κανονικού ή του συνηθισμένου, ιδίως προς το κακό, τον θεωρώ άνθρωπο
που δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς: «τον έχω ικανό να βάλει και τον αδερφό του
φυλακή αν του χρωστάει λεφτά».