ιερόδουλος,
η, κ.
ιερόδουλη, η, ουσ. [<μτγν. ἱερόδουλος], η πόρνη·
- έγινε
της ιεροδούλου (το κιγκλίδωμα), εξευγενισμένη απόδοση της φρ. έγινε της
πουτάνας (το κάγκελο), βλ. λ. πουτάνα·
- θα
γίνει της ιεροδούλου (το κιγκλίδωμα), εξευγενισμένη απόδοση της φρ. θα
γίνει της πουτάνας (το κάγκελο), βλ. λ. πουτάνα.