ιδρώτας
κ. ίδρωτας, ο
ουσ. [<αρχ. ἱδρώς], ο ιδρώτας· η καταβολή μεγάλης προσπάθειας, μεγάλου
μόχθου: «η ζωή κερδίζεται με κόπο και ιδρώτα». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- βγάζω
το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί μου με ιδρώτα και αίμα,
βλ. λ. ψωμί·
- είμαι
μούσκεμα στον ιδρώτα, είμαι πολύ ιδρωμένος από ζέστη ή από κούραση:
«καθόμουν με τις ώρες στην παραλία και τώρα είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα || με
βρήκε την ώρα που έκανα μετακόμιση και ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα»·
- γίνομαι
μούσκεμα στον ιδρώτα, ιδρώνω πολύ από ζέστη ή από κούραση: «κάθε φορά που
κάθομαι στον ήλιο, γίνομαι μούσκεμα στον ιδρώτα || όταν τρέχω πολύ, γίνομαι
μούσκεμα στον ιδρώτα»·
- κολυμπώ
στον ιδρώτα, είμαι υπερβολικά ιδρωμένος από ζέστη ή από κούραση: «έκανα με
τις ώρες ηλιοθεραπεία και τώρα κολυμπώ στον ιδρώτα || δούλευα όλο το μεσημέρι
κάτω απ’ τον ήλιο και τώρα κολυμπώ στον ιδρώτα»·
- λούστηκα
στον ιδρώτα, ίδρωσα πάρα πολύ από ζέστη ή από κούραση: «είχα κλειστά πόρτες
και παράθυρα καλοκαιριάτικα και λούστηκα στον ιδρώτα || έσκαβα κάτω απ’ τον
ήλιο όλο το μεσημέρι και λούστηκα στον ιδρώτα»·
- μ’
έκοψε κρύος ιδρώτας, βλ. φρ. με περιέλουσε κρύος ιδρώτας·
- μ’
έλουσε κρύος ιδρώτας, βλ.
φρ. με περιέλουσε κρύος ιδρώτας·
- με
αίμα και ιδρώτα ή με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. αίμα·
- με
περιέλουσε κρύος ιδρώτας, ταράχτηκα, τρόμαξα, φοβήθηκα πάρα πολύ,
καταλήφθηκα από έντονη αγωνία: «μόλις τον είδα να τραβά το μαχαίρι του, με
περιέλουσε κρύος ιδρώτας». (Λαϊκό τραγούδι: το μάτι ψάχνει να ’βρει τον
προμηθευτή στην τσέπη, σύριγγα, κερί, κι ένα κουτάλι, σπασμοί και κράμπες
λιώνουν το κορμί και κρύος ιδρώτας σε περιλούζει πάλι)·
- με
τον ιδρώτα μου, με τίμια προσωπική εργασία: «αυτό το σπίτι το ’χτισα με τον
ιδρώτα μου». (Λαϊκό τραγούδι: η φτώχεια βγάζει πάντοτε ανθρώπους με αξία,
που ζουν με τον ιδρώτα τους μέσα στην κοινωνία)·
- με
τον ιδρώτα του προσώπου μου, με τίμια προσωπική εργασία: «ό,τι κι αν πέτυχα
στη ζωή μου, το πέτυχα με τον ιδρώτα του προσώπου μου». Αναφορά στα λόγια του
Θεού προς τον Αδάμ κατά την έξωση του απ’ τον Παράδεισο: ἐν ἰδρώτι τοῦ
προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου·
- πλέω
στον ιδρώτα, βλ. φρ. κολυμπώ στον ιδρώτα·
-
στάζει ο ιδρώτας μου, είμαι
πολύ ιδρωμένος από ζέστη ή από κούραση: «κάνει τόσο πολύ ζέστη, που στάζει ο
ιδρώτας μου || κουβάλησα μονάχος μου όλο το εμπόρευμα στην αποθήκη και στάζει ο
ιδρώτας μου». (Λαϊκό τραγούδι: φράγκο δε δίνουνε για μεγαλεία, έχουνε μάθει
να ζούνε απλά, στάζ’ ο ιδρώτας τους χρυσές σταγόνες. Γεια σου περήφανη
κι αθάνατη εργατιά!)·
- τρέχει
ο ιδρώτας (μου) νερό, βλ. συνηθέστ. τρέχει ο ιδρώτας (μου) ποτάμι·
- τρέχει
ο ιδρώτας (μου) ποτάμι, είμαι πάρα πολύ ιδρωμένος από υπερβολική ζέστη,
καταβάλλω υπέρμετρη προσπάθεια, μοχθώ υπερβολικά, και για το λόγο αυτό ιδρώνω
πάρα πολύ: «κάθε Ιούλιο με τον καύσωνα τρέχει ο ιδρώτας μου ποτάμι || βέβαια,
την τέλειωσα τη δουλειά, αλλά έτρεξε ο ιδρώτας μου ποτάμι»·
- χύνω
ιδρώτα ή χύνω τον ιδρώτα μου, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι πολύ για να
πετύχω κάτι: «για να προκόψει κανείς στη ζωή του, πρέπει να χύσει ιδρώτα»·
- χύνω
ιδρώτα με το τσουβάλι, κουράζομαι υπερβολικά, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά:
«έχυσα ιδρώτα με το τσουβάλι για να μπορέσω να σπουδάσω τα παιδιά μου».