ίδιον, το, ουσ. [<αρχ. ἴδιον], ιδίως εύχρ. στη φρ. είναι ίδιον (κάποιου κάτι), αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του: «η τσιγκουνιά είναι ίδιον του τάδε || η καλοσύνη είναι ίδιον του τάδε».
ίδιον, το, ουσ. [<αρχ. ἴδιον], ιδίως εύχρ. στη φρ. είναι ίδιον (κάποιου κάτι), αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του: «η τσιγκουνιά είναι ίδιον του τάδε || η καλοσύνη είναι ίδιον του τάδε».