ιδιαίτερος,
-η κ. -έρα,
-ο, επίθ. [<αρχ. ἰδιαίτερος], ιδιαίτερος. 1. ό,τι χαρακτηρίζει
κάποιον ή κάτι και τον κάνει να ξεχωρίζει: «το ιδιαίτερο (ενν. στοιχείο) σε
αυτόν τον άνθρωπο, είναι τα μάτια του». 2. ό,τι ανήκει σε κάποιον
αποκλειστικά: «η ιδιαίτερη ζωή του». 3. που είναι ξεχωριστός, ο
εξαιρετικός: «της δείχνει ιδιαίτερη αγάπη». 4. που είναι ιδιόμορφος:
«προσέχουμε πώς του συμπεριφερόμαστε, γιατί είναι πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος». 5.
το αρσ. ως ουσ. ο ιδιαίτερος και συνήθως το θηλ. ως ουσ. η ιδιαιτέρα,
προσωπική γραμματέας: «πήρε μιαν ιδιαιτέρα για την αλληλογραφία του». 6α.
το ουδ. ως ουσ. το ιδιαίτερο, ο προσωπικός χώρος, η γκαρσονιέρα: «όλα
του τα λεφτά τα κρύβει στο ιδιαίτερό του || πήγε με την γκόμενα στο ιδιαίτερο
κι έβγαλαν τα μάτια τους». β. μικρό δωμάτιο σε σπίτι ή διαμέρισμα με
λουτρό και αποχωρητήριο ή μόνο αποχωρητήριο: «τον έπιασε κόψιμο και πήγε στο
ιδιαίτερο». Συνών. καμπινέ(ς) / μέρος (3) / μπάνιο (3) / τουαλέτα· βλ.
και λ. αναγκαίος (3α). 7α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ιδιαίτερα, οι
ατομικές, οι προσωπικές υποθέσεις: «δεν ανακατεύομαι ποτέ στα ιδιαίτερα των
άλλων». β. διδασκαλία, εκτός της σχολικής ώρας, που γίνεται από καθηγητή
σε μαθητή στο σπίτι έναντι αμοιβής, είτε γιατί υστερεί σε κάποιο ή κάποια
μαθήματα είτε γιατί προπαρασκευάζεται ως υποψήφιος σε κάποια σχολή: «απ’ τα
ιδιαίτερα που κάνει, βγάζει ένα δεύτερο μισθό». Επίρρ. ιδιαίτερα κ. ιδιαιτέρως·
- για
έλα απ’ το ιδιαίτερο! βλ. φρ. για πέρνα απ’ το ιδιαίτερο! Το για τονισμένο·
- για
πέρνα απ’ το ιδιαίτερο! απειλητική
πρόσκληση σε άτομο που έκανε κάποιο κακό ή έπεσε σε κάποιο παράπτωμα, για να το
επιτιμήσουμε ή για να το τιμωρήσουμε, με υπονοούμενο πως θα του επιβάλουμε τη
σεξουαλική πράξη. Το για τονισμένο·
- δίνω
ιδιαίτερα (ενν. μαθήματα), (για καθηγητές), βλ. φρ. κάνω ιδιαίτερα·
-
ιδιαίτερη πατρίδα, βλ. λ. πατρίδα·
- κάνω ιδιαίτερα (ενν.
μαθήματα), (για καθηγητές) διδάσκω ορισμένο μάθημα σε μαθητή κατ’ ιδίαν,
τον προγυμνάζω στο σπίτι του έναντι αμοιβής: «επειδή δεν του φτάνει ο μισθός
του, κάνει και ιδιαίτερα»·
- κάνω
ιδιαίτερα (ενν. μαθήματα), (για μαθητές), βλ. φρ. παίρνω ιδιαίτερα·
-
παίρνω ιδιαίτερα (ενν. μαθήματα), (για
μαθητές) προγυμνάζομαι σε κάποιο μάθημα από καθηγητή στο σπίτι μου έναντι
αμοιβής: «επειδή είμαι αδύνατος στα μαθηματικά, παίρνω ιδιαίτερα στο σπίτι μου
απ’ τον τάδε καθηγητή»·
- τον
παίρνω ιδιαιτέρως, τον παίρνω κάπου απόμερα, τον ξεμοναχιάζω, ιδίως για να
κουβεντιάσω μαζί του με ησυχία, να τον πληροφορήσω για κάτι χωρίς να το
ακούσουν άλλοι, ή για να τον συμβουλέψω: «μόλις μπήκε στο μπαράκι, τον πήρα
ιδιαιτέρως σε μια γωνιά κι αρχίσαμε να μιλάμε για τα χάλια της ομάδας μας ||
μόλις τον είδα, τον πήρα ιδιαιτέρως και τον κατατόπισα τι έπρεπε να κάνει».