θύρα, η, ουσ. [<αρχ. θύρα], η θύρα·
- επί θύραις, λέγεται για κίνδυνο που πλησιάζει
επικίνδυνα, απειλητικά: «ο εμφύλιος βρίσκεται επί θύραις». Συνών. προ των
πυλών.
- κεκλεισμένων των θυρών, (για ακροαματική
διαδικασία) που δεν επιτρέπεται η είσοδος στο κοινό, στο ακροατήριο: «η δίκη
διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών»·
- παραβιάζει ανοιχτές θύρες, προσπαθεί να αποδείξει
κάτι που είναι από πολύ καιρό γνωστό σε όλους, προσπαθεί να αποδείξει κάτι που
είναι αυτονόητο: «με το να λέει πως τα ναρκωτικά βλάπτουν τη νεολαία,
παραβιάζει ανοιχτές θύρες».