θυμός, ο, ουσ. [<αρχ. θυμός], ο θυμός·
- άφρισε απ’ το θυμό του, θύμωσε πάρα πολύ,
οργίστηκε, εξοργίστηκε: «μόλις του ’βρισε ο άλλος τη μάνα, άφρισε απ’ το θυμό
του κι όρμησε να τον δείρει»·
- έγινε κόκκινος από θυμό ή έγινε κόκκινος απ’ το
θυμό του, θύμωσε πάρα πολύ: «μόλις ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, έγινε
κόκκινος απ’ το θυμό του ο δικός σου»·
- ο θυμός είναι κακός δάσκαλος, όταν ενεργεί κάποιος
κάτω από την επήρεια θυμού, ενεργεί λανθασμένα ή επικίνδυνα: «περίμενε πρώτα να
ξεθυμάνεις κι ύστερα αποφασίζεις τι θα κάνεις, γιατί ο θυμός είναι κακός
δάσκαλος»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, ο θυμός τυφλώνει αυτόν που
κυριεύει και τον κάνει να ενεργεί λανθασμένα ή επικίνδυνα: «να προσπαθείς να
ελέγχεις τα νεύρα σου, γιατί ο θυμός μάτια δεν έχει και μπορεί να σε βάλει σε
μεγάλους μπελάδες»·
- πάνω στο θυμό μου, όταν είμαι θυμωμένος, όταν είμαι
κυριευμένος από θυμό: «πάνω στο θυμό μου, μπορεί να κάνω τη μεγαλύτερη βλακεία
κι ύστερα να χτυπώ το κεφάλι μου»·
- πνίγω το θυμό μου, πιέζω τον εαυτό μου για να μην
εκδηλώσω το θυμό μου: «είπε ένα σωρό βλακείες, αλλά κατάφερα να πνίξω το θυμό
μου για να μη γίνει φασαρία»·
- συγκρατώ το θυμό μου, πιέζω τον εαυτό μου να μην
ξεσπάσω βίαια, κυριαρχώ πάνω στα νεύρα μου: «έχω μάθει να συγκρατώ το θυμό μου
για να μη δίνω συνέχεια σε άσχημες καταστάσεις»·
- τον αποβραδινό θυμό κράτα τον για το πουρνό, όταν
είσαι θυμωμένος, να αφήνεις να περνάει χρόνος, πριν αποφασίσεις να ενεργήσεις,
γιατί κάτω από την επήρεια του θυμού ενεργείς λανθασμένα ή επικίνδυνα: «τον
αποβραδινό θυμό κράτα τον για το πουρνό, γιατί, αν ενεργήσεις αμέσως, μπορεί να
κάνεις κάτι που ύστερα θα το μετανιώσεις».