θύμα, το, ουσ. [<αρχ. θῦμα (= ζώο που σφάζεται σε
θυσία) <θύω], το θύμα. 1. αυτός που χάνει τη ζωή του ή που παθαίνει
μεγάλες ζημιές στο πλαίσιο μιας διαδικασίας, μιας τελετουργίας, μιας
καταστροφής ή ενός πάθους: «στον πόλεμο θρήνησε πολλά θύματα αυτό το χωριό || η
Τουρκία στους σεισμούς του 1999 θρήνησε πολλά θύματα || χτες βρήκαν νεκρό άλλο
ένα θύμα της ηρωίνης». (Λαϊκό τραγούδι: φτώχεια κι αν έχεις θύματα κρύβεις
καρδιές μ’ αισθήματα). 2α. αυτός που εξαπατάται, που ξεγελιέται
εύκολα, ο αφελής, ο κουτός: «είναι τόσο θύμα, που μπορεί να τον ξεγελάσει κι
ένα παιδάκι». (Λαϊκό τραγούδι: έφτασα στο τσίμα τσίμα και στο απροχώρητο,
πρέπει να βρεθεί ένα θύμα και να μείνει απόρρητο). β. αυτός
που διαρκώς ανέχεται να τον εκμεταλλεύονται, που είναι καλοπροαίρετος και
υποχρεώνεται σε αβαρίες: «βαρέθηκα να είμαι εγώ πάντα το θύμα και να πληρώνω τα
σπασμένα άλλων». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα φίλο μου τον πόνο έχω κάνει και δε
βγαίνω όταν πιάνουμε λιμάνι μόνο γέρνω στην κουκέτα σιωπηλός, και επειδή των
αλλονών κάνω τη βάρδια για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια με φωνάζουνε το θύμα
ο Νικολός). 3. αυτός που είναι ερωτευμένος χωρίς να βρίσκει
ανταπόκριση. (Λαϊκό τραγούδι: αφού ο έρωτας λοιπόν ψάχνει για θύματα, ε
τότε, κάνε με το θύμα σου). Υποκορ. θυματάκι, το (βλ. λ.)·
- άντε, ρε θύμα! ειρωνική ή υποτιμητική έκφραση σε
άτομο, που του καταλογίζουμε αδυναμία χαρακτήρα ή εξάρτηση από κάποιον ή από
κάτι με βλαπτικές συνέπειες γι’ αυτόν: «άντε, ρε θύμα, που έγινες ρεζίλι να
τρέχεις από πίσω της! || άντε, ρε θύμα, που δεν μπορείς να κόψεις το τσιγάρο!»·
- (δε) με πιάνουν θύμα ή (δεν) πιάνομαι θύμα, (δεν)
εξαπατώμαι, (δεν) ξεγελιέμαι, (δεν) πέφτω θύμα εξαπάτησης: «παραδέχομαι πως
είμαι αφελής και γι’ αυτό με πιάνουν θύμα || βρε, ό,τι και να κάνεις, εγώ δεν
πιάνομαι θύμα». Συνών. (δε) με πιάνουν βιδέλο ή δεν πιάνομαι βιδέλο /
(δε) με πιάνουν γιαγλή ή (δεν) πιάνομαι γιαγλής / (δε) με πιάνουν γιατρό
ή (δεν) πιάνομαι γιατρός / (δε) με πιάνουν κορόιδο ή (δεν)
πιάνομαι κορόιδο / (δε) με πιάνουν κότσο ή (δεν) πιάνομαι κότσος / (δε)
με πιάνουν μπαγλαμά ή (δεν) πιάνομαι μπαγλαμάς·
- εξιλαστήριο θύμα, το άτομο που, ενώ άλλοι είναι
στην πραγματικότητα οι ένοχοι, σκόπιμα θεωρείται ένοχο για κάτι: «ο υπουργός
Οικονομικών υπήρξε το εξιλαστήριο θύμα για την αποτυχημένη οικονομική
κυβερνητική πολιτική». Συνών. αποδιοπομπαίος τράγος·
- έπεσε θύμα των τροχών, βλ. λ. τροχός·
- πέφτω θύμα, ξεγελιέμαι, εξαπατώμαι από κάποιον,
επειδή είμαι αφελής, με εκμεταλλεύεται σταθερά, επειδή συνδέομαι μαζί του με
σχέση αφοσίωσης, λατρείας: «είναι έξυπνος άνθρωπος και δεν πέφτει εύκολα θύμα
|| είναι τόσο αθώος άνθρωπος που πέφτει αμέσως θύμα || από τη στιγμή που έπεσε
θύμα αυτής της γυναίκας, τον ξέγραψα απ’ την πιάτσα». (Λαϊκό τραγούδι: αφού έπεσα
θύμα στα φιλιά σου, κάνε με ό,τι θες κι ό,τι πει η καρδιά σου)·
- τον πιάνω θύμα, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ, τον
εξαπατώ: «τον έπιασε θύμα και του ’φαγε τα λεφτά». Συνών. τον πιάνω βιδέλο /
τον πιάνω γιαγλή / τον πιάνω γιατρό / τον πιάνω κορόιδο / τον πιάνω κότσο / τον
πιάνω μπαγλαμά.