θρύψαλο, το, ουσ. [πλ. του ουσ. θρύψαλο, από το θέμα
θρυψ- του μέλλ. και αορ. του αρχ. ρ. θρύπτω], συνήθως στον πλ. τα θρύψαλα, τα
συντρίμμια: «έπεσε το ποτήρι απ’ τα χέρια του κι έγινε θρύψαλα»·
- γίναμε θρύψαλα, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξανε βίαια
χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «κάποια στιγμή αρπάχτηκαν στα χέρια κι
έγιναν θρύψαλα». Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- τα ’κανα θρύψαλα, α. κατέστρεψα εντελώς μια
δουλειά ή μια υπόθεση, τη διέλυσα: «βρήκε ατράνταχτη δουλειά απ’ τον πατέρα
του, αλλά μέσα σε λίγο καιρό τα ’κανε όλα θρύψαλα». β. κατέστρεψα τα
πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «μπήκε νευριασμένος στο μαγαζί και τα ’κανε
θρύψαλα»·
- τον έκανε θρύψαλα, τον ξυλοκόπησε άγρια, τον
τραυμάτισε σοβαρά από το ξύλο που του έδωσα και, κατ’ επέκταση, σε περιπτώσεις
ανταγωνισμού, τον κατανίκησε: «κάποια στιγμή τον άρπαξε στα χέρια του και τον
έκανε θρύψαλα || τους έκανε όλους θρύψαλα στις τελευταίες εκλογές».