θρήνος, ο, ουσ. [<αρχ. θρῆνος], ο θρήνος·
- έγινε θρήνος, δημιουργήθηκε μεγάλη φασαρία από
αλλεπάλληλες συγκρούσεις μεταξύ αντιμαχόμενων ομάδων: «μετά τη συντριβή της
ομάδας μας μέσα στην έδρα μας, έγινε θρήνος έξω απ’ το γήπεδο, από ένα σωρό
οργανωμένους οπαδούς, που προσπαθούσαν να συγκρατήσουν οι αστυνομικοί, για να
μην μπουν μέσα στ’ αποδυτήρια να δείρουν τους ποδοσφαιριστές»·
- έγινε θρήνος (κλαυθμός) και οδυρμός, σπαρακτική
εκδήλωση με γοερό κλάμα: «στην κηδεία του τάδε, έγινε θρήνος και οδυρμός». Ίσως
από τη νεκρώσιμη ακολουθία θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον·
- είχα θρήνο, έχασα πολλά χρήματα σε κάποιο τυχερό
παιχνίδι, ιδίως στα χαρτιά, είχα μεγάλη χασούρα: «χτες βράδυ στα χαρτιά είχα
τέτοιο θρήνο, που πήγα με τα πόδια στο σπίτι, γιατί δε μου ’χε μείνει φράγκο
ούτε για να πάρω ταξί»·
- έπεσε θρήνος, λέγεται για έντονη απογοήτευση από
μεγάλη δυσκολία, στενοχώρια ή καταστροφή, που προκαλείται σε κάποιο άτομο ή σε
κάποια ομάδα ατόμων: «μόλις του ανακοίνωσαν την καταδικαστική απόφαση, έπεσε
θρήνος || μόλις εκφώνησε ο καθηγητής τα θέματα των εξετάσεων, έπεσε θρήνος μέσα
στην τάξη, γιατί ήταν πολύ δύσκολα || μόλις σταμάτησε το χαλάζι κι είδαν οι
γεωργοί το μέγεθος της καταστροφής, έπεσε θρήνος στο χωριό»·
- κάνω θρήνο, επιφέρω μεγάλη καταστροφή, μεγάλη
συμφορά: «μπήκε μέσα εκνευρισμένος κι έκανε θρήνο όλο το μαγαζί».