θίασος, ο, ουσ. [<αρχ. θίασος], ο θίασος·
- όλος ο θίασος επί σκηνής, α. λέγεται όταν σε
κάποιο χώρο είναι συγκεντρωμένα όλα τα άτομα της παρέας: «έκανα μια βόλτα απ’
το μπαράκι της γειτονιάς κι ήταν όλος ο θίασος επί σκηνής». β.
(ειρωνικά) λέγεται όταν σε κάποιο χώρο είναι συγκεντρωμένα άτομα του ιδίου
φυράματος: «κάτι θα ετοιμάζουν πάλι αυτοί, γιατί περνώντας απ’ το καφενείο είδα
όλο το θίασο επί σκηνής». Από το ότι όταν τελειώνει η θεατρική παράσταση, όλοι
οι ηθοποιοί του έργου παρουσιάζονται στη σκηνή για τα τελευταία χειροκροτήματα·
βλ. και φρ. όλη η οικογένεια επί σκηνής, λ. οικογένεια.