θήτα, το, άκλ. ουσ. [<αρχ. θῆτα <σημιτ. teth (= φίδι)], το θήτα· το μουνί. Από τη σχηματική ομοιότητα
του γράμματος θήτα με το αιδοίο της γυναίκας. Ο Κ. Δαγκίτσης, παραθέτει τις δυο
φράσεις που ακολουθούν:
- της έκανε το θήτα φι, την ξεπαρθένεψε·
- της χάλασε το θήτα και το ωμέγα, έκανε μαζί της τον
έρωτα φυσιολογικά και παρά φύσιν.