θηρίο κ. θερίο κ. θεριό, το, ουσ.
[<αρχ. θηρίον, υποκορ. του ουσ. θήρ], το θηρίο. 1. άτομο μεγαλόσωμο,
γιγαντόσωμο: «έχει έναν αδερφό κοτζάμ θηρίο!». 2. άτομο άσπλαχνο,
ανάλγητο, σκληρό: «βρε, θηρίο, δεν ντράπηκες να πετάξεις στο δρόμο γέρο
άνθρωπο!». 3. άτομο με μεγάλη σωματική αντοχή, με μεγάλη δύναμη: «είναι
τόσο θηρίο, που, όσο και να τον φορτώσεις, αντέχει || δεν είμαι βλάκας να πάω
να τα βάλω μ’ αυτό το θηρίο!». (Λαϊκό τραγούδι: σήκω την άγκυρα Μηνά και μη
σε δω ποτέ ξανά για την καλή σου ν’ αμολάς το δάκρυ λούκι. Και μην κοιτάς που
κλαίω εγώ ο καπετάνιος, το θεριό, εμένα μ’ έπνιξε ο καπνός απ’ το τσιμπούκι).
4. άτομο που βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση από άποψη υγείας:
«εσείς μου λέγατε πως είναι άρρωστος ο τάδε, αλλά εγώ που τον είδα σας λέω πως
είναι θηρίο». 5. άτομο που καταφέρνει πάντα τον επιδιωκόμενο σκοπό του:
«πώς τα κατάφερε το θηρίο και πήρε πάλι άδεια!». 6. πολύ άτακτο μικρό παιδί:
«έχει ένα γιο σωστό θηρίο!». 7. (στη γλώσσα του στρατού) το
αποχωρητήριο, τα αποχωρητήρια του στρατοπέδου: «ο λοχίας μας έστειλε να
καθαρίσουμε το θηρίο». Συνών. καλλιόπη. 8.(για
μηχανήματα) που έχει μεγάλη αντοχή ή μεγάλο όγκο: «μπορεί τ’ αυτοκίνητό μου να
’ναι παλιό, αλλά έχει μηχανή θηρίο || ήρθε να ξεφορτώσει ένα τριαξονικό
φορτηγό, που ήταν σκέτο θηρίο». 9. (παλιότερα) έτσι χαρακτήριζαν οι
Αθηναίοι το τρένο που κινούνταν με κάρβουνο και που έκανε τη διαδρομή από το
σταθμό Λαυρίου μέχρι την Κηφισιά. Αποσύρθηκε το 1936. (Λαϊκό τραγούδι: από
το σταθμό Λαυρίου που ’ταν τέρμα του θερίου ξεκινούσε ο κοσμάκης για
δροσιά, τσαφ και τσουφ αγκομαχώντας θα ’χες φτάσει περπατώντας πιο νωρίς απ’ το
θεριό στην Κηφισιά)·
- γίνομαι θηρίο, χάνω τον αυτοέλεγχό μου,
εκνευρίζομαι έντονα: «γίνεται θηρίο κάθε φορά που χάνει η ομάδα του». (Λαϊκό
τραγούδι: σήκω πάνω, κάτσε κάτω, αγανάκτησα και βλαστήμησα την ώρα που σ’
αγάπησα, ώσπου έγινα θηρίο κι επαναστάτησα)·
- γίνομαι θηρίο ανήμερο, γίνομαι έξαλλος και αντιδρώ
βίαια με λόγια ή με πράξεις: «αν χάσει η ομάδα του, μην του κάνεις καζούρα,
γιατί γίνεται θηρίο ανήμερο || μην του θίξεις την τιμή της μάνας του, γιατί
γίνεται θηρίο ανήμερο»·
- είναι θηρίο, είναι πολύ άτακτος: «αυτό δεν είναι
παιδί, είναι θηρίο!»·
- είναι θηρίο ανήμερο, επιτείνει την αμέσως παραπάνω
έννοια: «απ’ την ώρα που του είπαν πως δε θα τον άφηναν να πάει εκδρομή με την
παρέα του, είναι θηρίο ανήμερο»·
- ιστορίες για θηρία ή ιστορίες με θηρία, βλ. λ. ιστορία·
- τι λε(ς), ρε θηρίο! επιφωνηματική έκφραση απορίας,
έκπληξης ή θαυμασμού για κάτι που μας λέει κάποιος: «τι λες, ρε θηρίο, πώς
κατάφερες και τον τούμπαρες πάλι!»·
- τον κάνω θηρίο, τον κάνω να χάσει τον αυτοέλεγχό
του, τον εκνευρίζω έντονα: «του έβρισε τη μάνα του και τον έκανε θηρίο». (Λαϊκό
τραγούδι: είσαι πάλι ερωτευμένη, έλα που σε περιμένει, τον έχεις κάνει
πια θηρίο,έλα Μάρω μου στο θείο)·
- τον κάνω θηρίο ανήμερο, τον κάνω έξαλλο και αντιδρά
βίαια με λόγια ή με πράξεις: «όταν θέλω να τον κάνω θηρίο ανήμερο, του
υπενθυμίζω τα χάλια της ομάδας του»·
- φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης.