θηλιά, η, κ. θελιά, η, ουσ. [<μσν. θηλεά],
η θηλιά. 1. η τρύπα από όπου περνάει το κουμπί, η κουμπότρυπα. 2.
ο βρόγχος, το σκοινί της κρεμάλας: «ο δήμιος πέρασε τη θηλιά στο λαιμό του
μελλοθάνατου». 3. είδος κόμπου: «έδεσε θηλιά τα δυο σεντόνια κι έτσι
κατέβηκε απ’ το παράθυρο». 4. το τράβηγμα, το ξήλωμα, σε πλεχτό ή σε
νάιλον γυναικεία κάλτσα, ο πόντος: «άλλαξε κάλτσες, γιατί αυτές που φόρεσε ήταν
γεμάτες θηλιές || το πουλόβερ σου έχει μια θηλιά»·
- βάζω θηλιά στο λαιμό μου ή βάζω τη θηλιά στο
λαιμό μου, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση: «ξανοίχτηκα πολύ
με την καινούρια δουλειά με την οποία καταπιάστηκα κι έβαλα θηλιά στο λαιμό
μου». Πρβλ.: η σύλληψη σαν ένταλμα μ’ ακολουθάει σαν σκιά και ο βραχνάς του
έιτζ στο λαιμό μου σαν θηλιά, σαν φόβος του τερματοφύλακα πριν απ’ το πέναλτι,
σαν όπλο που με σημαδεύει απ’ απέναντι (Λαϊκό τραγούδι).Από το ότι,
ιδίως παλιότερα, υπήρχε η συνήθεια, όσοι χρεοκοπούσαν, να δίνουν τέλος στη ζωή
τους με απαγχονισμό·
- λιβανέζικη θηλιά, παράνομος, λωποδυτικός τρόπος
ανάληψης μετρητών από τραπεζικά μηχανήματα αυτόματης συναλλαγής με πιστωτική
κάρτα. Η φρ. σε χρήση από το 2004·
- μου βγήκαν θηλιές ή μου βγήκε θηλιά, βλ. φρ.
μου ’φυγαν θηλιές·
- μου ’φυγαν θηλιές ή μου ’φυγε θηλιά, (για
πλεχτά ή γυναικείες κάλτσες) ξηλώθηκε ελαφρά: «πέρασα ανάμεσα από κάτι θάμνους
και μου ’φυγαν θηλιές απ’ τις κάλτσες μου || πιάστηκε το πουλόβερ σ’ ένα σύρμα
και μου ’φυγε θηλιά». Συνών. μου ’φυγαν πόντοι·
- του βάζω τη θηλιά στο λαιμό, α. απαιτώ
πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν του
βάλεις τη θηλιά στο λαιμό, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις πίσω τα δανεικά που
του ’δωσες». β. εκμεταλλεύομαι την αδυναμία του να ενεργήσει ελεύθερα,
και τον πιέζω να κάνει αυτό που θέλω, τον φέρνω σε δύσκολη θέση, τον εκβιάζω:
«έμαθα πως έχει γκόμενα και, για να μην το πω στη γυναίκα του, του ’βαλα τη
θηλιά στο λαιμό να μου δώσει κάτι δανεικά που μου χρειάζονται». (Λαϊκό
τραγούδι: μου ’βαλες στο λαιμό τη θηλιά, γυρεύεις να με
πνίξεις· δεν περιμένω από σε συμπόνια να μου δείξεις).Από την πίεση
που νιώθει ο μελλοθάνατος, όταν του περάσουν τη θηλιά στο λαιμό για να τον
απαγχονίσουν. Συνών. του βάζω το μαχαίρι το λαιμό·