θερμόμετρο, το, ουσ. [<γαλλ. thermometre
<ελλην. θερμός + μέτρον], το θερμόμετρο·
- ανεβαίνει το θερμόμετρο, α. ανεβαίνει η
θερμοκρασία: «το μήνα Ιούλιο ανεβαίνει πολύ το θερμόμετρο». β. παρατηρείται
αύξηση της έντασης: «ανεβαίνει το θερμόμετρο των απεργιακών κινητοποιήσεων ||
ανεβαίνει το θερμόμετρο των προετοιμασιών των κομμάτων για τις εκλογές». γ.
η κατάσταση αρχίζει να γίνεται επικίνδυνη, εκρηκτική: «μόλις αντιλήφθηκα πως
άρχισε ν’ ανεβαίνει το θερμόμετρο στις δυο διπλανές παρέες, πλήρωσα κι έφυγα
σαν κύριος». Συνών. ανεβαίνει ο υδράργυρος·
- έσπασε το θερμόμετρο ή έσπασαν τα θερμόμετρα, επικρατεί
αφόρητος καύσωνας: «τον Ιούλιο που μας πέρασε, έσπασαν τα θερμόμετρα κι ο
κόσμος πήγε να τρελαθεί!»·
- κατεβαίνει το θερμόμετρο, βλ. φρ. πέφτει το
θερμόμετρο. Συνών. κατεβαίνει ο υδράργυρος·
- πέφτει το θερμόμετρο, α. πέφτει η
θερμοκρασία: «οπωσδήποτε το χειμώνα πέφτει το θερμόμετρο». β.
παρατηρείται μείωση της έντασης: «μόλις η κυβέρνηση εξήγγειλε πως θα δοθούν
γενναίες αυξήσεις προς τους εργαζομένους, άρχισε να πέφτει το θερμόμετρο των
απεργιακών κινητοποιήσεων». γ. η εκρηκτική κατάσταση αρχίζει να
εκτονώνεται: «μόλις επενέβησαν οι πιο ψύχραιμοι, άρχισε να πέφτει το θερμόμετρο
κι ύστερα απ’ τις αμοιβαίες εξηγήσεις που δόθηκαν, οι δυο παρέες έδωσαν τα
χέρια». Συνών. πέφτει ο υδράργυρος·
- το θερμόμετρο σκαρφάλωσε στα ύψη, βλ. φρ. το
θερμόμετρο σκαρφάλωσε στα ύψη. Συνών. ο υδράργυρος σκαρφάλωσε στα ύψη·
- το θερμόμετρο χτύπησε κόκκινο, η θερμοκρασία
ανέβηκε σε υψηλό βαθμό, έγινε ανυπόφορη: «φέτος το καλοκαίρι το θερμόμετρο
χτύπησε κόκκινο και οι ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού δεινοπάθησαν». Συνών. ο
υδράργυρος χτύπησε κόκκινο.