θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο θεός· ο πολύ όμορφος
άντρας: «σε τέτοιον θεό δεν μπορεί να πει καμιά γυναίκα όχι»· βλ. και λ. Θεός·
- απειλεί θεούς και δαίμονες, εκτοξεύει οργισμένος
απειλές προς όλες τις κατευθύνσεις: «μάλωσε το πρωί με τη γυναίκα του κι απ’
την ώρα πού ήρθε στο γραφείο, απειλεί θεούς και δαίμονες»·
- από μηχανής θεός, λέγεται για κάθε απροσδόκητο
ρυθμιστή ή βοηθό σε δύσκολη περίπτωση ή κατάσταση: «την ώρα που οι δυο παρέες
σηκώθηκαν απ’ τα τραπέζια τους κι ήταν έτοιμες ν’ αρπαχτούν, ήρθε ο τάδε σαν
από μηχανής θεός κι ηρέμησε τα πνεύματα || το λαχείο που του ’πεσε, ήρθε σαν
από μηχανής θεός να τον γλιτώσει από την οικονομική καταστροφή». Αναφορά στο
σκηνικό μέσο της αρχαίας τραγωδίας, που εφευρέτης του ήταν ο Ευριπίδης, όπου
εμφανιζόταν ξαφνικά ο θεός, με σκοπό την απότομη λύση του δράματος, όταν η
υπόθεση είχε μπλεχτεί ή είχε περιέλθει σε αδιέξοδο·
- βρίζει θεούς και δαίμονες, βρίζει οργισμένος
ακατάσχετα προς όλες τις κατευθύνσεις: «είναι τόσο εκνευρισμένος, που βρίζει
θεούς και δαίμονες»·
- κατεβάζει θεούς και δαίμονες, βλ. συνηθέστ. βρίζει
θεούς και δαίμονες·
- ο βασιλιάς των θεών, βλ. λ. βασιλιάς·
- τα δώρα και θεούς πείθουν, με τα δώρα, τις
ευγένειες και τα καλοπιάσματα, πετυχαίνουμε αυτό που επιδιώκουμε: «πάρ’ του κι
ένα δωράκι, όταν θα πας να του ζητήσεις άδεια, γιατί τα δώρα και θεούς πείθουν»·
- τον κυνηγάνε θεοί και δαίμονες, βρίσκεται σε πολύ
δεινή κατάσταση, ιδίως οικονομική: «απ’ τη μέρα που έπεσε έξω η δουλειά του,
τον κυνηγάνε θεοί και δαίμονες».