θεμέλιο, το, ουσ. [<αρχ. θεμέλιον, ουδ. του επιθ.
θεμέλιος], το θεμέλιο και συνήθως στον πλ. τα θεμέλια, τα θεμέλια·
- ανοίγω θεμέλια ή ανοίγω τα θεμέλια, σκάβω εκείνο
το χώρο του εδάφους μέσα στον οποίο θα κατασκευάσω τα θεμέλια της υπό ανέγερση
οικοδομής: «αύριο πρωί πρωί, θα ’ρθει η φαγάνα ν’ ανοίξει τα θεμέλια»· βλ. και
φρ. ρίχνω θεμέλια·
- βάζω θεμέλια ή βάζω τα θεμέλια, δημιουργώ
την κατάλληλη υποδομή, πάνω στην οποία θα στηρίξω κάτι με προοπτική: «πρέπει
από νέος κανείς να βάλει τα θεμέλια για το μέλλον της ζωής του || απ’ τη στιγμή
που πέρασε στο πανεπιστήμιο, έβαλε τα θεμέλια για την προκοπή του»· βλ. και φρ.
ρίχνω θεμέλια·
- έχει γερά θεμέλια, (για πρόσωπα ή οικοδομήματα)
έχει γερή, στέρεη υποδομή, πράγμα που του δίνει τη δυνατότητα να υπομένει
σθεναρά τις δυσκολίες ή να αντέχει σε διάφορες δοκιμασίες: «δεν μπορεί κανείς
να παρασύρει αυτό το παιδί στα ναρκωτικά, γιατί έχει γερά θεμέλια απ’ την
οικογένειά του || αυτό το σπίτι αντέχει σε πολλά ρίχτερ, γιατί έχει γερά
θεμέλια»·
- ρίχνω θεμέλια ή ρίχνω τα θεμέλια, βάζω τις
βάσεις από οπλισμένο σκυρόδεμα, πάνω στις οποίες θα οικοδομήσω ένα οικοδόμημα:
«χτίζω μια οικοδομή στην τάδε περιοχή κι αύριο ρίχνω θεμέλια»·
- σείεται εκ θεμελίων (κάτι), από τη βάση του: «μετά
το νέο οικονομικό σκάνδαλο, η κυβέρνηση σείεται εκ θεμελίων || με τον τελευταίο
σεισμό το σπίτι μας σείστηκε εκ θεμελίων»·
- τρίζουν τα θεμέλια…, είναι έτοιμο να διαλύσει, να
διαλυθεί, να καταρρεύσει κάτι, κλονίζεται σοβαρά: «τρίζουν τα θεμέλια του
κράτους με την αλόγιστη πολιτική της κυβέρνησης || με τις αχαρακτήριστες
ενέργειές του τρίζουν τα θεμέλια της επιχείρησής του || οι διάφοροι
ψευτομοντερνισμοί είναι η αιτία που τρίζουν τα θεμέλια της οικογένειας».