θέλω, ρ. [<αρχ. θέλω], θέλω. 1. απαιτώ,
αξιώνω: «θέλω να γίνει μόνο μ’ αυτό τον τρόπο». 2. έχω την επιθυμία,
ψάχνω: «θέλω να φύγω || θέλω ένα ποτήρι νερό || θέλω τον τάδε». 3.
επιδιώκω: «θέλω το καλό σου». 4. δέχομαι: «δε τον θέλω εδώ μέσα || δε
θέλει ν’ ακούσει ούτε λέξη || τον μόνο που θέλει είναι ο τάδε». 5.
επιτρέπω: «αν θέλει το αφεντικό μου να μου δώσει άδεια, καλώς, αλλιώς δε
δικαιούμαι». 6. έχω ανάγκη: «θέλω ακόμη πολλά χρήματα για να τελειώσω
την οικοδομή || θέλει το μεσημεριανό του ύπνο για να σταθεί στα πόδια του τ’
απόγευμα». 7. ως άκλ. ουσ. το, τα θέλω, αυτό, αυτά που θέλει, που
επιθυμεί κάποιος να αποκτήσει: «ν’ αφήσεις τα ζητώ και τα θέλω και να δουλέψεις,
αν θέλεις να τ’ αποκτήσεις»· βλ. και φρ. τα θέλει. (Ακολουθούν 324 φρ.)·
- άκουγέ τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε, πρέπει να
ακούμε όλες τις εκδοχές μιας υπόθεσης αλλά πρέπει να μάθουμε να διακρίνουμε την
αλήθεια, γιατί όλα όσα ακούμε δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα: «μην
εκφέρεις αμέσως τη γνώμη σου και, για να είσαι σίγουρος, άκουγέ τα όλα, κι όσα
θέλεις πίστευε»·
- άλλο που δε θέλω, βλ. λ. άλλος·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- άμα θέλεις να βρεις σπίτι, ψάξε για γείτονα, βλ. λ. γείτονας·
- άμα θέλω να σε βρίσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. αφορμή·
- αν δε σε θέλουν στο χωριό, μη ζητάς το σπίτι του παπά, βλ. λ. χωριό·
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- αν θέλει ο Θεός ή Θεού θέλοντος, βλ. λ. Θεός·
- αν θες (θέλεις) κάνε κι αλλιώς, βλ. λ. αλλιώς·
- αν θες (θέλεις) να τα ’χουμε καλά, βλ. λ. καλός·
- άντρα θέλω, τώρα τον θέλω ή άντρα θέλω, τώρα τονε
θέλω, βλ. λ. άντρας·
- ας γίνει ό,τι θέλει ή ας γίνει ό,τι θέλει να
γίνει βλ. φρ. ό,τι θέλει ας γίνει ή ό,τι θέλει να γίνει, ας γίνει·
- ας κάνει ό,τι θέλει ή ας κάνει ό,τι θέλει να
κάνει, βλ. φρ. ό,τι θέλει ας κάνει ή ό,τι θέλει να κάνει, ας
κάνει·
- ας λέει ό,τι θέλει ή ας λέει ό,τι θέλει να λέει,
βλ. φρ. ό,τι θέλει ας λέει·
- ας πει ό,τι θέλει ή ας πει ό,τι θέλει να πει, βλ.
φρ. ό,τι θέλει ας πει·
- αυτή η δουλειά θέλει αρχίδια, βλ. λ. δουλειά·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό θέλει σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν, βλ. λ. ταΐζω·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλ’ η σκούφια
μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος
μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μουνί στην έρημο, το θέλει και ξυρισμένο, βλ. λ. μουνί·
- για δες μούρη να θέλει να ... ή για δες μούρη
που θέλει να...., βλ. λ. μούρη·
- γυναίκα που γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν
θέλεις τη φιλάς, βλ. λ. γυναίκα·
- δε θέλει ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει μυαλό ή δε θέλει και πολύ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δε θέλει πολύ, βλ. φρ. πολύς·
- δε θέλει ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει ρώτημα το πράγμα, βλ. λ. ρώτημα·
- δε θέλει φιλοσοφία, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε θέλει φιλοσοφία το πράγμα, βλ. λ. φιλοσοφία·
- δε θέλω αμάν, ζαμάν, βλ. λ. αμάν·
- δε θέλω ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δε θέλω δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε θέλω δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δε θέλω δικηγόρο ή δε θέλουμε δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- δε θέλω καϊμακάμη ή δε θέλουμε καϊμακάμη, βλ. λ. καϊμακάμης·
- δε θέλω κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε θέλουμε
κεχαγιά στ’ αρχίδια μας, βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε θέλω κεχαγιά στο κεφάλι μου ή δε θέλουμε
κεχαγιά στο κεφάλι μας, βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε θέλω κεχαγιά στον πούτσο μου ή δε θέλουμε
κεχαγιά στον πούτσο μας, βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε θέλω κιχ, βλ. λ. κιχ·
- δε θέλω κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δε θέλω λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δε θέλω λόγια, βλ. λ. λόγος·
- δε θέλω μιλιά, βλ. λ. μιλιά·
- δε θέλω ν’ ακούγεται ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
- δε θέλω ν’ ακούσω (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ.ακούω·
- δε θέλω ν’ ακούσω, βλ. λ. ακούω·
- δε θέλω να ξέρω, βλ. λ. ξέρω·
- δε θέλω να σε ξέρω, βλ. λ. ξέρω·
- δε θέλω να τον δω ούτε ζωγραφιστό, βλ. λ. ζωγραφιστός·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- δε θέλω ντερβέναγα ή δε θέλουμε ντερβέναγα, βλ. λ. ντερβέναγας·
- δε θέλω ου! βλ. λ. ου(!)·
- δε θέλω ούτε την καλημέρα του, βλ. λ. καλημέρα·
- δε θέλω πολλά λόγια μαζί του, βλ. λ. λόγος·
- δε θέλω πολλά πολλά μαζί του, βλ. λ. πολύς·
- δε θέλω πολλές κουβέντες μαζί του, βλ. λ. κουβέντα·
- δε θέλω συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- δε θέλω τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
- δε θέλω τσικ, βλ. λ. τσικ·
- δε θέλω τσιμουδιά, βλ. λ. τσιμουδιά·
- δε θέλω χωροφύλακα ή δε θέλουμε χωροφύλακα, βλ. λ. χωροφύλακας·
- δε μας θέλει η μπάλα σήμερα ή δε μας θέλει
σήμερα η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- (δε) με θέλει (κάτι), (δεν) εξελίσσεται κάτι
σύμφωνα με τις προσδοκίες μου, αποτυχαίνω συστηματικά να φέρω σε πέρας αυτό που
επιδιώκω: «τόσον καιρό πολεμάω να τελειώσω αυτή τη δουλειά, αλλά φαίνεται δε με
θέλει, γιατί ακόμα τυραννιέμαι». Συνών. (δε) μου βγαίνει (κάτι)·
- δεν τον θέλει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- δεν τον θέλει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- δεν τον θέλει το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- δεν τον θέλει το φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- δεν τον θέλει το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- εδώ σε θέλω (ενν. να σταθείς, να φανείς άξιος,
παλικάρι), βλ. λ. εδώ·
- εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα, βλ. λ. κάβουρας·
- εδώ σε θέλω μάστορα, βλ. λ. μάστορας·
- είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει στρούγκα
ή είδε τυρί στον πούτσο του και θέλει ν’ ανοίξει τυροπωλείο, βλ. λ. τυρί·
- είναι και να σε θέλει η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- είναι και να σε θέλει η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- είναι και να σε θέλει το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- είναι και να σε θέλει το φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- είναι και να σε θέλει το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- έλα που σε θέλω, βλ. λ. έλα·
- ένα πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ.πιάτο·
- έτσι θέλω, βλ. λ. έτσι·
- έτσι σε θέλω, βλ. λ. έτσι·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- η γκαμήλα, αν θέλει γομαράγκαθα, ας μακρύνει το λαιμό
της, βλ. λ. γκαμήλα·
- η γλώσσα του θέλει κόντεμα, βλ. λ. γλώσσα·
- η γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- η δουλειά δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο, βλ. λ. δουλειά·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- η ξέγνοιαστη ψωλή θέλει μουνί ν’ αρμέξει, βλ. λ. ψωλή·
- η παντρειά και το τσουκάλι θέλουν μαστοριά μεγάλη, βλ. λ. παντρειά·
- η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει, βλ. λ. πουτάνα·
- η πραμάτεια θέλει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- η τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι, βλ. λ. τέχνη·
- η φτώχεια θέλει καλοπέραση, βλ. λ. φτώχεια·
- η χάρη θέλει αντίχαρη, βλ. λ. χάρη·
- η χάρη θέλει αντίχαρη για να σου φέρει χάρη, βλ. λ. χάρη·
- η χάρη θέλει αντίχαρη και πάλι χάρη μένει, βλ. λ. χάρη·
- ήθελές τα κι έπαθές τα, βλ. φρ. τα ’θελες και τα
’παθες. (Λαϊκό τραγούδι: ήθελές τα κι έπαθές τα αρχηγέ και
σάπιε γιε, σύρτε τώρα για να πάρτε απ’ του Φάληρο καφέ)·
- θα ήθελα να σημειώσω, βλ. λ. σημειώνω·
- θα ’θελες; λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας
ανακοινώνει κάτι σύμφωνα με τις προσδοκίες του, πράγμα που είναι εντελώς
απίθανο να συμβεί: «η ομάδα μου θα βγει πρωταθλήτρια. -Θα ’θελες; Εδώ
κινδυνεύει να υποβιβαστεί»·
- θα του το πούμε κι άμα θέλει ή θα του το πω κι
άμα θέλει, βλ. λ. είπα·
- θέλει ακόμα δουλειά ή θέλει δουλειά ακόμα, βλ. λ. δουλειά·
- θέλει βγάλσιμο τ’ αφτί του, βλ. λ. αφτί·
- θέλει βρεγμένο το παξιμάδι, βλ. λ. παξιμάδι·
- θέλει γαμήσι, στενό παπούτσι και κατήφορο, βλ. λ.γαμήσι·
- θέλει γδάρσιμο, βλ. λ. γδάρσιμο·
- θέλει γερά κότσια (κάτι), βλ. λ. κότσι·
- θέλει γιαούρτωμα, βλ. λ. γιαούρτωμα·
- θέλει δεύτερο χέρι, (ειδικά για βάψιμο) βλ. λ. χέρι·
- θέλει έναν (λίγο) αέρα, βλ. λ. αέρας·
- θέλει ζίλια ή θέλει τα ζίλια του ή τα
θέλει τα ζίλια του, βλ. λ. ζίλι·
- θέλει η κυρά μου και παίζουν τα γατιά της, βλ. λ. γατί·
- θέλει και ρέστα ή θέλει και τα ρέστα ή θέλει
και ρέστα από πάνω ή θέλει και τα ρέστα από πάνω, βλ. λ. ρέστα·
- θέλει (και) ρώτημα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει (και) ρώτημα το πράγμα! βλ. λ. ρώτημα·
- θέλει και τα πρόβατα σωστά και το λύκο χορτάτο, βλ. λ. πρόβατο·
- θέλει και τη δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
- θέλει και την πίτα αφάγωτη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει
και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο ή θέλει και την πίτα σωστή
και το σκύλο χορτάτο, βλ. λ. πίτα·
- θέλει καιρό για να…, βλ. λ. καιρός·
- θέλει καρμανιόλα, βλ. λ. καρμανιόλα·
- θέλει καρπαζιές ή θέλει τις καρπαζιές του ή τις
θέλει τις καρπαζιές του, βλ. λ. καρπαζιά·
- θέλει κλοτσιές ή θέλει τις κλοτσιές του ή τις
θέλει τις κλοτσιές του, βλ. λ. κλοτσιά·
- θέλει κοκό, βλ. λ. κοκό·
- θέλει κουβέντα η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει κουβέντα,
βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει κουβέντα το θέμα ή το θέμα θέλει κουβέντα,
βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει κουβέντα το πράμα ή το πράγμα θέλει
κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- θέλει κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- θέλει κρέμασμα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- θέλει κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θέλει κρέμασμα απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θέλει κώλο, βλ. λ. κώλος·
- θέλει μαγκιά, βλ. λ. μαγκιά·
- θέλει μουνί, το θέλει και στο πιάτο, βλ. λ. μουνί·
- θέλει μπάτσα ή θέλει μπάτσες ή θέλει τα
μπάτσα του ή θέλει τις μπάτσες του ή τα θέλει τα μπάτσα του ή
τις θέλει τις μπάτσες του, βλ. λ. μπάτσα·
- θέλει μπουγέλωμα, βλ. λ. μπουγέλωμα·
- θέλει μπουνιές ή θέλει τις μπουνιές του ή τις
θέλει τις μπουνιές του, βλ. λ. μπουνιά·
- θέλει ν’ αγιάσει, αλλά δεν τον αφήνουν οι διαβόλοι, βλ. λ. διάβολος·
- θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- θέλει να γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
- θέλει να του κατεβάσουν το φεγγάρι, βλ. λ. φεγγάρι·
- θέλει νεφρά ή θέλει νεφρό, βλ. λ. νεφρό·
- θέλει ντουφέκισμα, βλ. λ. ντουφέκισμα·
- θέλει παλικαριά, βλ. λ. παλικαριά·
- θέλει παρακάλια, βλ. λ. παρακάλι(ο)·
- θέλει πνίξιμο, βλ. λ. πνίξιμο·
- θέλει πολύ! ή πολύ θέλει! βλ. λ. πολύς·
- θέλει σιάξιμο η γραβάτα του, βλ. λ. σιάξιμο·
- θέλει σιάξιμο ο γιακάς του, βλ. λ. σιάξιμο·
- θέλει σκαμπίλια ή θέλει τα σκαμπίλια του ή τα
θέλει τα σκαμπίλια του, βλ. λ. σκαμπίλι1·
- θέλει σκέψη το πράγμα, βλ. λ. σκέψη·
- θέλει σκότωμα, βλ. λ. σκότωμα·
- θέλει σούβλισμα, βλ. λ. σούβλισμα·
- θέλει στρώσιμο η γλώσσα ή θέλει στρώσιμο η
γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. λ. γλώσσα·
- θέλει συζήτηση η υπόθεση ή η υπόθεση θέλει
συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- θέλει συζήτηση το θέμα ή το θέμα θέλει συζήτηση,
βλ. λ. συζήτηση·
- θέλει συζήτηση το πράγμα ή το πράγμα θέλει
συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- θέλει σφαλιάρες ή θέλει τις σφαλιάρες του ή τις
θέλει τις σφαλιάρες του, βλ. λ. σφαλιάρα·
- θέλει σφαλιάρωμα, βλ. λ. σφαλιάρωμα·
- θέλει σφάξιμο, βλ. λ. σφάξιμο·
- θέλει τέμπο η δουλειά ή η δουλειά θέλει τέμπο, βλ. λ. δουλειά·
- θέλει τη γωνιά του, βλ. λ. γωνιά·
- θέλει το λόγο κι από πάνω, βλ. λ. λόγος·
- θέλει το φαΐ στο πιάτο, βλ. λ. φαΐ·
- θέλει τράβηγμα τ’ αφτί του, βλ. λ. αφτί·
- θέλει τσαγανό, βλ. λ. τσαγανός·
- θέλει τσακαλίκι η δουλειά ή η δουλειά θέλει
τσακαλίκι, βλ. λ. δουλειά·
- θέλει φάπες ή θέλει τις φάπες του ή θέλει
φάπες, βλ. λ. φάπα·
- θέλει φιλοσοφία; βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει φιλοσοφία! ή θέλει (και) φιλοσοφία το
πράγμα! βλ. λ. φιλοσοφία·
- θέλει χαστούκια ή θέλει τα χαστούκια του ή τα
θέλει τα χαστούκια του, βλ. λ. χαστούκι·
- θέλει χτένισμα η γλώσσα ή θέλει χτένισμα η
γλώσσα του, (για λογοτεχνικά κείμενα) βλ. λ. γλώσσα·
- θέλει ψυχίατρο, βλ. λ. ψυχίατρος·
- θέλει ώρα ή θέλει ώρες (κάτι), βλ. λ. ώρα·
- θέλεις δε θέλεις ή θες δε θέλεις ή θες δε
θες, με το ζόρι, αναγκαστικά, ετσιθελικά: «θέλεις δε θέλεις, θα κάνεις αυτό
που σου λέω || θέλεις δε θέλεις, θα πας και θα του ζητήσεις συγνώμη». (Λαϊκό
τραγούδι: δε θα μπορέσουν οι γονείς μας να μας χαλάσουν τη ζωή μας, θέλουν
δε θέλουν θα μας βάλουν βέρα // πάρ’ την καρδιά σου, πάρ’ την ψυχή σου,
κάθε δικό σου πάρ’ το μαζί σου, μα θες δε θέλεις θα μου αφήσεις τις
αναμνήσεις, τις αναμνήσεις // το κορίτσι θα το πάρω, με στεφάνι και κουμπάρο· θες
δε θες, εσύ, κυρά μου, θε να γίνεις πεθερά μου)·
- θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν; έκφραση
απορίας ή έκφραση και με επιθετική διάθεση προς το συνομιλητή μας που μας λέει
ή μας ζητά παράλογα πράγματα: «το σωστό είναι να παρατηθείς από τη θέση του
διευθυντή για να την αναλάβω εγώ. -Θέλεις και τα λες αυτά ή σε ξεφεύγουν;»·
- θέλεις σιάξιμο ή θες σιάξιμο, βλ. λ. σιάξιμο·
- θέλεις σιδέρωμα ή θες σιδέρωμα, βλ. λ. σιδέρωμα·
- θέλησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι έτυχε μέρα
Σάββατο, βλ. λ. Εβραίος·
- θέλοντας και μη, αναγκαστικά, με το ζόρι,
ετσιθελικά: «θα κάνεις αυτό που σου λέω θέλοντας και μη». (Λαϊκό τραγούδι: κάποτε
θα ’ρθει η στιγμή να νιώσεις, θέλοντας και μη, πως είμ’ εγώ για σένα,
φως μου, το χρυσάφι όλου του κόσμου)·
- θέλω αποδείξεις και ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- θέλω γδάρσιμο, βλ. λ. γδάρσιμο·
- θέλω διευθύνσεις και ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- θέλω καιρό για να…, βλ. λ. καιρός·
- θέλω κακά ή θέλω κακά μου ή θέλω τα κακά
μου, βλ. λ. κακός·
- θέλω καρμανιόλα, βλ. λ. καρμανιόλα·
- θέλω κρέμασμα, βλ. λ. κρέμασμα·
- θέλω κρέμασμα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- θέλω κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θέλω κρέμασμα απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θέλω μα ή θέλω μάκια, βλ. λ. μα·
- θέλω μπου, βλ. λ. μπου2·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’
αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- θέλω να μείνει μεταξύ μας (κάτι), βλ. λ. μεταξύ·
- θέλω να πιστεύω πως… ή θέλω να πιστεύω ότι…, ελπίζω
πως…, ελπίζω ότι…: «θέλω να πιστεύω πως θ’ ανταποκριθεί στην πρόσκλησή μου»·
- θέλω να πω, εννοώ: «μ’ αυτά που σου λέω, θέλω να πω
πως τίποτα δεν είναι απίθανο να συμβεί || ειλικρινά σου λέω, δεν μπορώ να
καταλάβω τι θέλεις να πεις»·
- θέλω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- θέλω να φάω και το πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- θέλω ντουφέκισμα, βλ. λ. ντουφέκισμα·
- θέλω ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- θέλω πιπί ή θέλω πιπί μου, βλ. λ. πιπί·
- θέλω πνίξιμο, βλ. λ. πνίξιμο·
- θέλω σκότωμα, βλ. λ. σκότωμα·
- θέλω σούβλισμα, βλ. λ. σούβλισμα·
- θέλω σφάξιμο, βλ. λ. σφάξιμο·
- θέλω τη δόση μου, βλ. λ. δόση·
- θέλω το κακό του, βλ. λ. κακός·
- θέλω το καλό του, βλ. λ. καλός·
- θέλω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- θέλω τσίσια ή θέλω τσίσια μου ή θέλω τα
τσίσια μου, βλ. λ. τσίσ(ι)α·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, βλ. λ. Θεός·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, Θεός·
- θες να…, α. εισάγει ερώτηση που εκφράζει
ανησυχία: «θες να θύμωσε που ξέχασα να τον καλέσω; || θες να φύγει χωρίς να
πληρώσει;». β. εισάγει πρόταση που εκφράζει επιθυμία: «θες να μου τύχει
το λαχείο;». Συνών. λες να(…) ·
- κάθε δουλειά θέλει το κολάι της, βλ. λ. δουλειά·
- κάποιου του χάριζαν γάιδαρο κι ήθελε και το σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
- κατά πώς θέλω, έτσι όπως θέλω, σύμφωνα με τον τρόπο
που θέλω: «εσύ μη χώνεσαι, γιατί θα ενεργήσω κατά πώς θέλω». (Τραγούδι: κράτα
το στόμα σου κλειστό, κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό κατά
πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη)·
- κεφάλι δίχως μέτρα θέλει χτύπημα στην πέτρα, βλ. λ.κεφάλι·
- κι ο άγιος θέλει φοβέρα, βλ. λ. φοβέρα·
- λέγε λέγε το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει, βλ. λ.κοπέλι·
- λέει ό,τι θέλει, βλ. λ. λέω·
- λίγο ήθελε να..., βλ. λ. λίγος·
- λίγο θέλω να..., βλ. λ. λίγος·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, βλ. λ. κώλος·
- μανούλι, θες κουλούρι; βλ. λ. μανούλι·
- με θέλει (ενν. η τύχη, το ζάρι, το χαρτί), με
ευνοεί: «τώρα που με θέλει, τώρα θα σηκωθώ να φύγω;»·
- με το έτσι θέλω, βλ. λ. έτσι·
- μην τα θες κι όλα δικά σου! βλ. λ. δικός·
- μήπως τι ήθελα; μήπως αυτό που ζητούσα, που ήθελα,
ήταν κάτι σπουδαίο; δεν ήταν κάτι σπουδαίο αυτό που ζητούσα, που ήθελα: «μήπως
τι ήθελα και μου ’βαλες τις φωνές; Να σταθώ για λίγο στο άνοιγμα της πόρτας για
να μη βρέχομαι απ’ τη βροχή || μήπως τι ήθελα ο καημένος; Να αντιμετωπίσει και
μένα όπως αντιμετωπίζει όλους τους άλλους»·
- μιλάμε για την κατσαρόλα και δεν ξέρουμε ακόμα τι
φαγητό θέλουμε να κάνουμε, βλ. λ. κατσαρόλα·
- μονά ζυγά τα θέλει δικά του ή τα θέλει μονά ζυγά
δικά του, βλ. λ. μονός·
- μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. μοναχός·
- να του το πούμε κι άμα θέλει ή να του το πω κι
άμα θέλει, βλ. λ. είπα·
- ο άντρας θέλει κλάσιμο και η μαγκιά λουστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- ο γάμος θέλει τούμπανα και η εκκλησία ψάλτη, βλ. λ. γάμος·
- ο δικηγόρος δικηγόρεψη δε θέλει, βλ. λ. δικηγόρος·
- ο μεγάλος γάτος θέλει τρυφερά ποντίκια, βλ. λ.γάτος·
- οι λύκοι θέλουν πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- όποιος δε θέλει να ζυμώσει, πέντε (δέκα) μέρες
κοσκινίζει, βλ. λ. μέρα·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι
του δρόμου, βλ. λ. νύφη·
- όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. λ.όποιος·
- όπως θες (θέλεις), βλ. λ. όπως·
- όπως θες (θέλεις) πάρ’ το ή πάρ’ το όπως θέλεις
(θες), βλ. λ. όπως·
- όσα λες, πούτσα θες! βλ. λ. πούτσα·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, βλ. λ. Θεός·
- όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. πηδώ·
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς!
βλ. λ. φίλος·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει
φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν καλοθερίζουνε, γεια σου κυρ-Αριστείδη, κι όταν
αλωνίζουνε, τι θέλεις βρε κασίδη, βλ. λ. κασίδης·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του βλ. λ. φως·
- πόσα θες να μας τρελάνεις! βλ. λ. τρελαίνω·
- πράμα που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα, βλ. λ. χώρα·
- σαν δε θέλω, γριά, να σε φιλήσω, χίλιες αφορμές σου
βρίσκω, βλ. λ. γριά·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- σαν θέλω, γριά, να σε φιλήσω, χίλιες αφορμές σου
βρίσκω, βλ. λ. γριά·
- σε θέλω, α. σε χρειάζομαι: «πήγαινε σπίτι,
γιατί σε θέλει ο πατέρας σου». β. σε ποθώ, σε λαχταρώ. (Τραγούδι: τεκέρο
σημαίνει σε θέλω, τεκέρο θα πει σ’ αγαπώ, τεκέρο αμόρε
τεκέρο και το καπέλο μου στραβά φορώ)· βλ. και φρ. τη θέλω και τον
θέλω·
- σου θέλω, σου χρωστώ, σου οφείλω: «μετά απ’ αυτά
που σου ’δωσα, σου θέλω ακόμα εκατό χιλιάρικα»·
- σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, βλ. λ.πόρτα·
- τα θέλει (ενν. το μουνί της), η γυναίκα για την
οποία γίνεται λόγος, επιδιώκει να έρθει σε σεξουαλική επαφή με άντρα, τον
προκαλεί ερωτικά, έχει έντονη σεξουαλική ζωή: «δε φταίω μόνο εγώ, κι αυτή τα
’θελε || όταν έχω καιρό να πάω με γυναίκα, τα ρίχνω στην τάδε που τα θέλει». (Λαϊκό
τραγούδι: τα ’θελε η μάνα σου τα ’θελες κι εσύ, τα σύκα τα
καρύδια και το γλυκό κρασί).Συνών. τα ζητάει / το δουλεύει·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. λ. κώλος·
- τα θέλει ο οργανισμός σου! βλ. λ. οργανισμός·
- τα θέλει ο πισινός σου! βλ. λ. πισινός·
- τα θέλει όλα δικά του ή όλα δικά του τα θέλει, βλ. λ. δικός·
- τα θέλει όλα έτοιμα ή όλα έτοιμα τα θέλει, βλ. λ. έτοιμος·
- τα θέλει όλα στο πιάτο ή όλα στο πιάτο τα θέλει,
βλ. λ. πιάτο·
- τα θέλει όλα στα πόδια του ή όλα στα πόδια του
τα θέλει, βλ. λ. πόδι·
- τα θέλει όλα στα χέρια του ή τα θέλει όλα στο
χέρι ή όλα στα χέρια του τα θέλει ή όλα στο χέρι του τα θέλει, βλ. λ. χέρι·
- τα θέλει όλα στην εντέλεια ή όλα στην εντέλεια
τα θέλει, βλ. λ. εντέλεια·
- τα θέλει όλα χαζίρι ή όλα χαζίρι τα θέλει, βλ. λ. χαζίρι·
- τα θέλει το κωλαράκι σου! (κωλαράκος σου!), βλ. λ. κωλαράκι·
- τα ’θελες και τα ’παθες, επιζητούσες, επιδίωκες να
πάθεις ό,τι κακό έπαθες: «αφού πήγες να τα βάλεις μ’ αυτόν το γίγαντα, τα
’θελες και τα ’παθες να πας στο νοσοκομείο!». (Τραγούδι: τα ’θελες και τα
’παθες,άπιστη καρδιά, τώρα που μ’ αγάπησες δε σε θέλω πια)·
- τα καλά του Γιάννη θέμε και τον Γιάννη δεν τον θέμε, βλ. λ. Γιάννης·
- τα καράβια θέλουν ναύτες και τ’ αμπέλια αμπελουργούς, βλ. λ. ναύτης·
- τα κάστανα θέλουν κρασί και τα καρύδια μέλι, βλ. λ. μέλι·
- τα νύχια σου μην κόψεις, αν θέλεις να προκόψεις, βλ. λ. νύχι·
- τη θέλω, (για άντρες) την ποθώ ερωτικά: «αυτή τη
γυναίκα πολύ τη θέλω»·
- την εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και κακομοίρα,
ο έρωτας μας κάνει να μη βλέπουμε τα ελαττώματα του ανθρώπου που αγαπάμε:
«τι με νοιάζει κι αν δεν είναι γυναίκα της τάξης μου. Εγώ την εθέλω και ας είν’
και χήρα και φτωχή και κακομοίρα, κατάλαβες;»·
- τι ήθελα; βλ. φρ. μήπως τι ήθελα(;)·
- τι ήθελα και το ’κανα; δηλώνει μετάνοια για κάτι
που κάναμε: «τι ήθελα και το ’κανα εκείνο το πάρτι, και μαζεύτηκε η σάρα και η
μάρα της γειτονιάς;»·
- τι ήθελα και το ’πα; δηλώνει μετάνοια για κάτι που
είπαμε: «τι ήθελα και το ’πα πως τον είδα στο ουζερί, και θύμωσε η γυναίκα του;»·
- τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. λ. αλεπού·
- τι θες άνθρωπέ μου! βλ. λ. άνθρωπος·
- τι θες καημένε κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα; βλ. λ. κάβουρας·
- τι θες να πεις; τι εννοείς(;): «τι θες να πεις,
άλλοι ενδιαφέρονται για σένα;»·
- τι πράγμα θέλεις; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τι στ’ ανάθεμα θέλει; βλ. λ. ανάθεμα·
- τι στα κομμάτια θέλει; βλ. λ. κομμάτι·
- τι στην ευχή θέλει; βλ. λ. ευχή·
- τι στην οργή θέλει; βλ. λ. οργή·
- τι στο δαίμονα θέλει; βλ. λ. δαίμονας·
- τι στο διάβολο θέλει; βλ. λ. διάβολος·
- τι στο καλό ήθελα να…, βλ. λ. καλός·
- τι στο καλό θέλει; βλ. λ. καλός·
- τι στον κόρακα θέλει; βλ. λ. κόρακας·
- τι τα ’θελα τα λούσα! βλ. λ. λούσο·
- τι τα ’θελα τα μπικουτί! βλ. λ. μπικουτί·
- τι τα θες, βλ. φρ. τι τα θες, τι τα γυρεύεις. (Λαϊκό
τραγούδι: το πορτοφόλι, τι τα θες,έχει μεγάλη χάρη, σε κάθε
δύσκολη στιγμή σε βγάζει παλικάρι // τι τα θες, τι τα θες, πάντα έτσι
είν’ η ζωή, θα γελάς, ή θα κλαις, βράδυ και πρωί)·
- τι τα θες, τι τα γυρεύεις, όπως και να σκεφτείς, όπως
και να εξετάσεις μια υπόθεση ή μια κατάσταση, δεν αλλάζει, οπότε περιττεύει
κάθε κουβέντα, κάθε συζήτηση, αδιαφόρησε. (Τραγούδι: τι τα θες, τι τα
γυρεύεις δε μ’ αγαπάς, μέρα νύχτα με παιδεύεις, με τυραννάς)·
- τι την ήθελα τη μιζαμπλί! βλ. λ. μιζαμπλί·
- τι την ήθελα την περμανάντ! βλ. λ. περμανάντ·
- το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, βλ. λ. βλάχος·
- το θέλω το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- το θέμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- το καλό που σου θέλω, βλ. λ. καλός·
- το μετάξι θέλει τάξη κι άνθρωπο να το κοιτάξει, βλ. λ. μετάξι·
- το μπελά σου θες! ή το μπελά σου θέλεις! βλ. λ. μπελάς·
- το πράγμα θέλει σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- το πράγμα θέλει συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- τον θέλει η μπάλα ή τον θέλει κι η μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- τον θέλει η τύχη ή τον θέλει κι η τύχη, βλ. λ. τύχη·
- τον (την) θέλει ο φακός, βλ. λ. φακός·
- τον θέλει το ζάρι ή τον θέλει και το ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- τον θέλει το φύλλο ή τον θέλει και το φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- τον θέλει το χαρτί ή τον θέλει και το χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- τον θέλω, α. (για γυναίκες) τον ποθώ
ερωτικά: «αυτόν τον άντρα πολύ τον θέλω». β. (στη γλώσσα της αργκό)
επιδιώκω την καταστροφή του, το θάνατό του: «έμαθε πως τον θέλουν οι μπράβοι
της νύχτας κι εξαφανίστηκε απ’ την πιάτσα»·
- τον κάνω ό,τι θέλω ή τον κάνω όπως θέλω, βλ. λ. κάνω·
- χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει, βλ. λ. χωριό·
- χωρίς να το θέλω, ακούσια: «τον πάτησα χωρίς να το
θέλω || τον λέρωσα χωρίς να το θέλω || τον χτύπησα χωρίς να το θέλω».